Μεγάλωσα με την πεποίθηση πως η αγάπη έρχεται από μακριά κι όταν το άκουσα να λέγεται κι από άλλους, θυμάμαι πως χαμογέλασα, μιας και τότε πίστεψα πως τελικά έρχεται, κάποια στιγμή σε όλους και -θα το ομολογήσω- ανακουφίστηκα. Κανένας όμως δε θυμάμαι να μου είχε πει ότι μπορεί μεν να έρθει αλλά αυτό δε σημαίνει απαραίτητα κι ότι θα μείνει στη ζωή σου. Κι από τότε αυτό σκέφτομαι: πώς είναι άραγε δυνατόν δύο άνθρωποι που γνωρίζονται κι αγαπιούνται να παραμένουν μαζί και να δένονται μεταξύ τους περισσότερο μέρα με τη μέρα αντί να τους φθείρει η καθημερινότητα, η ρουτίνα κι η διαφορετικότητά τους; Πώς είναι δυνατόν δύο άνθρωποι διαφορετικοί, γαλουχημένοι με ανόμοιες ιδεολογίες, εμποτισμένοι με άλλες εμπειρίες να μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά, να συμβιώνουν παραμένοντας βαθιά αγαπημένοι;
Εντάξει η αγάπη δεν είναι δα και τόσο δύσκολο πράγμα, μπορεί να σκεφτεί κάποιος και να συμπληρώσει πως εμείς, οι άνθρωποι, την κάνουμε με τον εγωισμό μας να φαντάζει κάτι δύσκολο κι άπιαστο συνάμα. Μα δεν είναι έτσι, ή έστω δε θα έπρεπε να πιστεύουμε πως είναι έτσι, διότι εκείνη δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σύνολο θετικών συναισθημάτων που αποκτούν ουσιαστική μορφή, όταν εκδηλώνονται στο πρόσωπο, που κάποιος αγαπά. Αυτή είναι η ύψιστη, η ιδανική μορφή αγάπης κι είναι ιδανική ακριβώς μιας κι οι ίδιες οι συνθήκες τις επιτρέπουν να προσφέρει απλόχερα χαρά, χαμόγελο κι ευτυχία. Αυτός δεν είναι ο στόχος του να αγαπάς άλλωστε;
Ανεξάρτητα από αυτόν τον στόχο που τον λες και διαδεδομένο, υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό που κάνει τη ζύμωση δύο ανθρώπων από ανύπαρκτη έως εκρηκτική. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τις διαφορετικές αντιλήψεις που ίσως έχουν. Ο ένας ίσως να θέλει να εργάζεται για να φέρνει συνέχεια χρήματα στο σπίτι ώστε να προσφέρει όσα περισσότερα μπορεί στο σύντροφο και στην οικογένειά του κι ο άλλος μπορεί να χρειάζεται χρόνο, αγκαλιές, ένα σπίτι να στεγάζει την αγάπη τους κι όχι πολυτέλειες. Ο ένας μπορεί να είναι φιλόδοξος κι ο άλλος πιο ήπιος στους στόχους του. Ο ένας μπορεί να είναι ενοχικός κι ο άλλος να έχει μια ροπή προς το κατηγορώ. Ο ένας ίσως είναι μοναχικός κι ο άλλος πολύ κοινωνικός. Ο ένας αισιόδοξος κι ο άλλος απαισιόδοξος. Ο ένας να λατρεύει το μαύρο κι ο άλλος ν’ αγαπά τρελά το λευκό. Τότε λοιπόν πώς επιτυγχάνεται το γκρι χωρίς να γκριζάρει και να γίνει συννεφιασμένη κι η αγάπη τους;
Η αγάπη είναι μια επιλογή, είναι ένας ώριμος συμβιβασμός που κάνει ο καθένας με τον εαυτό του και για τον εαυτό του. Συμβιβασμό ως προς το ότι δε γίνεται να μείνει για πάντα μονάδα που μόνο ζητά αλλά επειδή αγαπά θα μάθει και να δίνει, αναδιαμορφώνοντας διαρκώς τις επιθυμίες του, σε μια δυναμική σχέση. Κι ώριμος γιατί καταλαβαίνει πως αυτό είναι πολύ πιο ουσιαστικό, βαθύ κι ανώτερο από την ικανοποίηση του να έχει απλώς δίκιο, αν είναι το μόνο που έχει στο τέλος.
Είναι σπάνιο και δύσκολο δύο άνθρωποι εκ διαμέτρου αντίθετοι να διατηρούν τη φλόγα της αγάπης τους αναμμένη μα δεν είναι ακατόρθωτο. Χρειάζεται μια διαρκής τραμπάλα ανάμεσα στους δύο ανθρώπους που θα τους κρατά όρθιους, ούτε να τσουρουφλίζει τον έναν ούτε να παγώνει τον άλλον. Η ισορροπία βέβαια είναι δύσκολη, πρέπει να προσπαθεί κάποιος συνεχώς, να ψάχνει τα πατήματά του, να βρίσκει τα καινούργια του, να δέχεται την αλλαγή που έρχεται μέσα από τη ζύμωσή του με έναν άλλον άνθρωπο. Χρειάζεται όμως, κυρίως, να αισθάνεται το ίδιο περήφανος για αυτόν τον νέο άνθρωπο που γίνεται.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου