Έλεγες θα την παλέψεις, μια φάση είναι, θα φτιάξει το πράγμα. Το πίστευες, μέχρι που το ‘πες, ούτε καν ξέρεις πώς το ξεστόμισες με τόση ευκολία.
«Φεύγω»
«Πού πας;»
Ανακοινώνεις την απόφασή σου. Αλήθεια, γιατί το είπες; Το συνειδητοποίησες;
«Γιατί φεύγεις;»
«Για να δω τι αντέχω, για να βρω τον εαυτό μου, για να ανακτήσω το χαμόγελό μου.»
«Και δεν μπορείς να τα κάνεις όλα αυτά εδώ;»
«Μπορώ αλλά δε θέλω, πια.»
Κάπου εκεί δακρύζει και σωπαίνεις. Θέλεις κι άλλα να πεις μα επιλέγεις τη σιωπή. Γιατί άραγε, ε; Γιατί στην απουσία, όταν είμαστε μόνοι ή ελεύθεροι, φοβόμαστε, δεν ξέρουμε αν η σχέση και το μαζί έρχεται ή αν φεύγει και μην μπορώντας να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει, πέφτουμε σε λάθη καθώς αυτοσχεδιάζουμε. Η αγάπη ναι, την υπεραγαπά την ελευθερία, όμως η υπέρμετρη ελευθερία οδηγεί τελικά στην αναρχία και τότε η αγάπη μένει κάπως αόριστη. Άρα όταν αγαπάς, δεν αφήνεις το σύντροφό σου, ούτε εγκαταλείπεις πριν πολεμήσεις με κάθε δυνατό όπλο, πριν δώσεις όλες τις μάχες.
Τον πόλεμο αυτό όσοι αγαπιούνται τον δίνουν μαζί κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, διότι τι ανώτερο μπορεί να συμβολίζει η λέξη ζευγάρι εκτός από συμμαχία; Δύο άνθρωποι ολόκληροι είναι ένα πλήρες ζευγάρι. Κανείς δεν είναι μισός, κανείς δε χρειάζεται κανέναν για να νιώσει ευτυχισμένος. Εδώ συμβαίνει κάτι καλύτερο, κάτι σχεδόν μαγικό. Τα δύο ολόκληρα ενώνονται και δημιουργούν μια ομάδα με κοινή πορεία, κοινούς στόχους, κοινά όνειρα. Αλλά ο δικός σου σύμμαχος πολεμά εσένα, τα συναισθήματα που έχει και σε τελική ανάλυση τον εαυτό του. Χρειάζεται να έχεις καρδιά για ν’ αγαπάς, μα θάρρος για να μένεις. Το συναίσθημα για να είναι έγκυρο χρειάζεται πάντα έναν παραλήπτη. Οι σχέσεις βλέπεις, δεν είναι κρυφτό ή κυνηγητό, δεν είναι καν σκάκι. Οι σχέσεις είναι παιχνίδι δύο ενηλίκων, ή μάλλον όχι. Οι σχέσεις είναι επιλογές δύο ενηλίκων και χρειάζονται υποχωρήσεις αμοιβαίες, αλληλοστήριξη και φανερό ενδιαφέρον.
Καταλαβαίνεις γι’ αυτό έχεις μείνει τόσο καιρό, μα θέλεις κι εσύ με τη σειρά σου να γίνεις αυτό το πεισματάρικο μωρό του έρωτα. Ξέρεις ότι εσείς οι δύο έχετε μάθει καλά πια ο ένας τον άλλον, πως γνωρίζετε τις σκέψεις, τις ανάσες ο ένας του άλλου, τα σημάδια που υπάρχουν στο κορμί. Θέλεις να τονίσεις ότι έχεις αδυναμία σε κάθε ελιά κρυμμένη στον ώμο, σε κάθε αφέλεια που πέφτει μπροστά στα νυσταγμένα μάτια, σε κάθε λύγισμα μετά από μια κουραστική μέρα. Διότι χάρη σ’ αυτά δυνάμωσε το συναίσθημα, πάνω στις τέλειες ατέλειες έχεις να χαρίσεις κάθε τρυφερότητα, φροντίδα, στήριξη κι αγάπη.
Και τα χρόνια περνάνε κι όλα αυτά που κάποτε ήταν ζητούμενα έγιναν τώρα δεδομένα, περιμένοντας ένα χαμόγελο που άργησε και μια Κυριακή. Τι να πεις που να μην έχετε ξαναπεί; Ωραία, πάμε λίγο να πατήσουμε γη; Πού ακριβώς ζεις, στη Χώρα των Θαυμάτων; Γιατί έχεις προσδοκίες; Τι περιμένεις να κάνει; Να πέσει στα πατώματα; Ωραίο σενάριο, δε λέω, κυρίως για τον εγωισμό σου, είναι όμως εφικτό, είναι σενάριο πιθανό να παίξει; Τώρα, που θεωρεί ότι σας εγκαταλείπεις θα προσπαθήσει να καλύψει το κενό που αφήνεις πίσω σου, με έτσι τι αξία έχει το μαζί; Εκβιαστικά;
Γιατί λοιπόν σε ταλαιπωρείς ακόμη; Για να είμαστε δίκαιοι, να πιάσουμε κι εσένα τώρα. Εσύ που δηλώνεις ότι φεύγεις για να βρεις την ευτυχία, για πες μας πώς ξεγράφεις τον άνθρωπό σου; Ποιες είναι οι άμυνές σου; Θέλεις να ξεχάσεις; Πώς; Θέλεις να μη θυμάσαι; Πώς; Η δύναμη, η θέληση, η επιμονή, το θάρρος, το πάθος σου για εσάς πού είναι; Την εξιλέωση αποζητάς με τη φυγή σου που θα φέρει, θεωρείς, ο χρόνος, μα δε θα συμβεί γιατί όταν τα παρατάς δεν έρχεται τόσο εύκολα η κάθαρση. Το αποτύπωμα σας δεν μπορεί καμία δύναμη να το σβήσει. Χαράχθηκε και μένει. Ξέρεις κάποιες σχέσεις, κάποιοι άνθρωποι, κάποια συναισθήματα είναι πολύτιμα, δε φταίει μόνο ο ένας αν έκλεισε μάτια κι αυτιά, αν πούλησε την ευκαιρία για το λίγο ακόμα, για το «για όσο». Ένοχοι λοιπόν κι οι δύο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου