Ακόμα ένα φθινοπωρινό βράδυ με βρίσκει να τριγυρίζω στα σοκάκια της Αθήνας, λίγο μεθυσμένη, λίγο ζαλισμένη, πολύ ερωτευμένη. Αυτά τα μαγαζάκια στου Ψυρρή φταίνε για τη μελαγχολία μου απόψε ή ο σερβιτόρος που φοράει το άρωμά σου ή εκείνο το ζευγάρι που περπατάει χέρι-χέρι. Ο ήχος από το γέλιο τους αλλοιώνεται από τη βαβούρα γύρω μου και καταλήγει σαν ηχώς στα αυτιά μου. Τώρα μοιάζει με το γέλιο σου. Δεν είναι.
Άξαφνα σηκώνομαι να φύγω. Θέλω να τρέξω στα Αναφιώτικα, να δω τις μοβ τις βουκαμβίλιες. Σου άρεσε το μοβ το χρώμα τους, θυμάμαι. Κι ας είναι, λένε, το χρώμα του αποχαιρετισμού. Για σένα είχαν απλώς το χρώμα του έρωτα. Θυμάμαι να μου ψιθυρίζεις πως ο έρωτας γίνεται σημαντικός τη στιγμή που χάνεται. Γι’ αυτό τον έρωτα τον έβαφες μοβ αντί για το δικό του κόκκινο . Τον ξόρκιζες τον έρωτα. Εγώ πάλι τον θεοποιούσα.
Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια στα Αναφιώτικα. Τακ τουκ. Γρήγορος και ρυθμικός ο ήχος από τα βήματά μου. Ένα κάλεσμα. Από αυτά με καταλάβαινες όταν ερχόμουν σ’ εσένα. Μυρίζει γιασεμί, μυρίζει νυχτολούλουδο απόψε η Αθήνα. Και με παρασύρει στη νοσταλγία της. Σαν μαγεμένη περπατώ ανάμεσα στα στενάκια. Ομιλίες, μυρωδιές, πορτοκάλι φώτα, τείχη με συνθήματα. Ό, τι γράφει δεν ξεγράφει. Αποτυπώνεται. Αυτό είναι το δικό μου σύνθημα, η δική μου τύχη. Βαριά είναι τώρα η ατμόσφαιρα ή η διάθεσή μου;
Πάω προς Πλάκα. Ίσως εκεί δίπλα, στους λόφους του Φιλοπάππου, να νιώσω πάλι ελεύθερη. Ελευθερία μου εξηγούσες είναι να μπορείς να πας όπου αγαπάς. Εγώ αγαπάω εσένα. Άρα αλλάζω κατεύθυνση. Πάω κάπου με κόσμο, να εξαφανιστώ, να χαθώ ανάμεσα στο πλήθος.
Σύνταγμα. Περπατάω στην Ερμού. Τι κι αν τα μαγαζιά είναι κλειστά. Όλα τριγύρω μου είναι ζωντανά. Γύρω μου, όχι μέσα μου. Συνεχίζω. Θέλω να βρω κάτι να μου μοιάζει λίγο. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω ένα μικροπωλητή με βιβλία. Αυτά μου ταιριάζουν. Είναι φθαρμένα. Θα πάρω ένα να μου κάνει παρέα. Βγάζω μερικά χρήματα, λέω ένα σιγανό ευχαριστώ και χαρίζω ένα διστακτικό χαμόγελο στον παππούλη με τα ολόλευκα μαλλιά. «Να μου είσαι καλά κοπέλα μου». Διπλό το «μου».
Το περπάτημά μου τώρα είναι αργό. Κοντοστέκομαι. Ακούω τη λατέρνα. Δίνω κάτι κέρματα που έχω στη τσέπη μου. Θέλω ν’ακούσω κι άλλο. Μου θυμίζει μια χαμένη εποχή, μου θυμίζει την αγνότητα. Κάθομαι λίγο σ’ ένα παγκάκι να κάνω ένα τσιγάρο. Κάθε ρουφηξιά και μια ανάμνηση.
Εδώ σε είδα πρώτη φορά, στο Σύνταγμα. Αγόρασα το βιβλίο που ήθελες. Εγώ μόνο κάτι σου πήρα, πρώτα εκείνο το βιβλίο, μετά το χαμόγελο και στο τέλος την ηρεμία. Βλέπεις ήθελες από την αρχή κάτι να με αφήσεις να σου πάρω. Βιαζόσουν να μου δώσεις κάτι από σένα. Δεν κατάλαβες ποτέ πως εγώ δε βιάστηκα γιατί ήθελα εσένα, ολόκληρο. Κι ήθελα να σε κερδίσω, να σου αξίζω.
Τελείωσε το τσιγάρο, το έκανα όλο. Δεν έμεινε τίποτα, μόνο το φίλτρο. Σαν κι αυτό τελειώσαμε κι εμείς. Και δεν έμεινε τίποτα να κάνω πριν φύγω. Γι’ αυτό έφυγα επειδή τα έκανα όλα.
Αρκετά, σηκώνομαι να πάω να βρω τα παιδιά στη Μητροπόλεως, στο στέκι μας με τα ωραία κοκτέιλς και τις τζαζ τις μουσικές. Θα σου άρεσε πολύ εδώ.
Είναι ωραία τελικά η Αθήνα, με ή χωρίς εσένα. Έχει μία ηρεμία αν την παρατηρήσεις, μα έχει και μια αναζωογονητική φασαρία. Έχει ανθρώπους μόνους, έχει ανθρώπους σε μεγάλες, πολύ μεγάλες παρέες. Έχει χαρούμενες φωνές, έχει βλέμματα σκυμμένα και μελαγχολικά. Έχει μια άψογη αντίθεση. Έχει αέρα αποπνικτικό έχει κι αέρα εξιλέωσης. Εσύ διαλέγεις.
ΥΓ.: Είναι ωραία τελικά η Αθήνα μου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου