Επανασύνδεση, όχι μια λέξη λέξη, αλλά μια επιλογή. Και για να λειτουργήσει χρειάζεται να πληρούνται δύο πολύ απλές μα καθόλου αμελητέες προϋποθέσεις: να είναι επιλογή δύο ώριμων ανθρώπων που μεταξύ τους υπήρχε στο παρελθόν ουσιαστική σύνδεση. Διαφορετικά γιατί να θες να επιστρέψεις σε μια σχέση ή σε έναν άνθρωπο;

Να τα αναλύσουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το να είσαι ώριμος σημαίνει πολλά ταυτόχρονα, μα πρώτα απ’ όλα σημαίνει ότι τον άνθρωπο που έχεις ακόμη στην καρδιά σου τον έχεις βγάλει από το μυαλό σου, τον έχεις δηλαδή ξεπεράσει. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για την εξέλιξη, για το αποτέλεσμα της επανασύνδεσης. Είναι απαραίτητο να έχεις σταματήσει να ξυπνάς και να κοιμάσαι με τη σκέψη του, να μην περιμένεις, ούτε να ελπίζεις να χτυπήσει το κινητό σου, το χαμόγελό σου να βρίσκεται στη θέση του, κάθε ώρα, κάθε στιγμή, για εσένα, για τους φίλους σου, για όλους ακόμα κι όταν λείπει, ειδικά όταν λείπει.

Χρειάζεται να μην είναι εκεί, σε καμία συνθήκη, σε καμία περίπτωση, σε κανένα απρόοπτο θετικό ή αρνητικό κι εσύ να εξακολουθείς να είσαι καλά. Η ωριμότητά εδώ συνοψίζεται στη φράση: «Σε θέλω, όχι γιατί σε χρειάζομαι για να είμαι ευτυχισμένος , αλλά γιατί σε επιλέγω, ανάμεσα σε τόσα πρόσωπα, σώματα και χαρακτήρες, εσένα, μόνο εσένα. Σε επιλέγω ξανά και ξανά και ξανά.»

Αν δεν μπορείς μακριά του τότε υπάρχει εξάρτηση και δε θα πετύχει ούτε αυτή η προσπάθεια διότι δε θα λειτουργήσεις ψύχραιμα. Στην εξάρτηση μόνο ζητάς, ζητάς τον άλλον πίσω, συνήθως άνευ όρων και δυστυχώς αγνοώντας τον απολογισμό της σχέσης που μόνο σημαντικά συμπεράσματα έχει να σου προφέρει.

Ερχόμαστε τώρα στη δεύτερη προϋπόθεση που έχεις να σκεφτείς· τη σύνδεση, το είδος της και την ποιότητά της, τ ήταν εκείνο δηλαδή που κρατούσε ζωντανή τη σχέση και τι ήταν εκείνο που όρισε τη λήξη της. Η σύνδεση μπορεί να είναι συναισθηματική κι απλά να έχετε αναπτύξει βαθιά συναισθήματα ο ένας για τον άλλον. Ωστόσο, η αγάπη από μόνη της δε φτάνει για να ενώσει πάλι δύο ανθρώπους. Μπορεί να είναι σαρκική, οπότε να σας ενώνει οτιδήποτε συμπεριλαμβάνεται στις εντός, εκτός κι επί τα αυτά γωνίες κι από εκεί και πέρα να είστε δύο αταίριαστοι άνθρωποι.

Μπορεί όμως να είναι κι εγκεφαλική, η οποία είναι η πιο δυνατή και η πιο σπάνια διότι παραμένει ζωντανή, είτε είστε μαζί είτε είστε χωριστά. Αυτή η σύνδεση δεν αλλοιώνεται, δε φθείρεται. Αν όντως επικοινωνούσατε οι δύο σας, τότε μόνο υπάρχει ελπίδα για μια ευκαιρία ακόμα.

Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, στην επανασύνδεση δεν έχεις παρά πολλά να σκεφτείς. Τα περισσότερα, ή έστω εκείνα που χρειάζονται, τα ξέρεις. Πού βρίσκεσαι, πού θέλεις να πας. Γνωρίζεις κάθε προτέρημα και κάθε ελάττωμα του πρώην συντρόφου σου, κάθε σπαστική του συνήθεια, κάθε τι που τον κάνει ξεχωριστά όμορφο αλλά όχι ιδανικά πλασμένο. Ξεχωρίζεις τον τόνο της φωνής του όταν είναι ήρεμος ή όταν βαριέται. Αναγνωρίζεις πόσο σε θέλει κι αν σε θέλει.

Σε θέλει;

Αν λοιπόν τα έχεις σκεφτεί όλα και θες ακόμα να προσπαθήσεις, να το κάνεις! Όμως κράτα στο μυαλό σου το παρελθόν σας. Συγχώρεσε τον εαυτό σου κι εκείνον για όσα λάθη κάνατε αλλά μην τα ξεχάσεις. Εκείνα είναι που θα σ’ οδηγήσουν στα καινούργια σωστά. Και μην έχεις υψηλές προσδοκίες κι απαιτήσεις. Μην τάξεις τον ουρανό με τα άστρα, σε κανέναν. Καλύτερα να προσγειώσεις τον εαυτό σου και τον άλλον άνθρωπο, διότι λάθη θα γίνουν. Ας είναι τουλάχιστον νέα και λιγότερο οδυνηρά.

Για να είσαι ακόμα εδώ και να διαβάζεις, κάποιον έχεις στην καρδιά σου και δεν είναι μέρος της καθημερινότητάς σου πια. Κι αυτός τώρα πού είναι; Τι κάνει; Εκείνος σκέφτεται τα ίδια; Σε σκέφτεται; Το ξέρεις; Κλείνοντας, επίτρεψέ μου να σου αναφέρω την τρίτη, αυτονόητη μα σημαντικότερη προϋπόθεση, εκείνη της αμοιβαιότητας. Για να υπάρχει επανασύνδεση χρειάζεται, εκτός από ωριμότητα και σύνδεση, αμοιβαιότητα, όχι αβεβαιότητα. Οπότε αν ο άλλος είναι απών ή αν σε κάνει να νιώθεις ανασφάλεια για το τι θέλει από εσένα, για το αν τελικά σε θέλει (πάλι) στη ζωή του τότε η ευτυχία σου βρίσκεται αλλού. Πήγαινε λοιπόν κι εσύ σε ένα άλλο κεφάλαιο, που να σε κάνει να γελάς, όχι να σκέφτεσαι.

 

Υ. Γ. : Προσεχώς…

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου