Η ζωή είναι ένα σύνολο εμπειριών, άλλοτε θετικών κι άλλοτε αρνητικών κι ο κάθε άνθρωπος τις γεύεται διαφορετικά. Υπάρχουν κάποιοι που είναι πιο ανθεκτικοί στον πόνο και τον αντιμετωπίζουν όταν τους χτυπά την πόρτα χωρίς να προσπαθούν να τον αποφύγουν. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που προτιμούν να ζουν μαζί με το βουητό που προκαλείται από το ενοχλητικό συνεχόμενο κουδούνισμα. Κάπως το συνηθίζουν. Αυτός ο απόηχος καταλήγει να είναι ο πιο αγαπημένος τους ήχος. Λατρεύουν να τον ακούν μιας και είναι το μοναδικό σημάδι που απέμεινε να τους θυμίζει το ποιοι ήταν τότε που ο πόνος για εκείνους ήταν μόνο αυτό που ένιωθαν από την πτώση από το ποδήλατο. Όχι πια.

Άλλαξαν τα πράγματα κι ο πόνος από σωματικός αναβαθμίστηκε (!) και χαράχθηκε αριστερά κατευθείαν στην καρδιά τους. Η πτώση έγινε αεροπλανική και δυστυχώς δεν είχε ούτε φτερά ούτε αλεξίπτωτο για εκείνους. Τι άλλο λοιπόν θα μπορούσε να συμβεί εκτός από το αναμενόμενο; Συντρίμμια γύρω τους, μέσα τους, παντού. Κάπως έτσι, εντελώς ακάλεστος, ήρθε κι εγκαταστάθηκε μέσα τους απαιτώντας μια αλλαγή κι έτσι τους οδήγησε σε νέα μονοπάτια, λιγότερο οδυνηρά. Τους έδειξε το δρόμο για την οδό της τρέλας, της απόλαυσης, της αδιαφορίας, του κυνισμού και κάποιες φορές ακόμα και στης ακολασίας, σαν άλλος ένας Ντόριαν Γκρέυ ο καθένας από αυτούς, ο καθένας από εμάς. Ήρωες, όχι ενός βιβλίου, μα μιας ζωής που απαιτεί τον πρωταγωνιστή της όρθιο, μάχιμο, δυνατό.

Πολλοί κριτικοί χαρακτήρισαν τον Ντόριαν Γκρέυ ως έναν νέο άπληστο, ανήθικο, αδίστακτο με μοναδική επιθυμία να ρουφήξει τη ζωή όσο πιο πολύ μπορεί. Κι αυτό έκανε, όντως. Αυτό κάνουν και πολλοί άνθρωποι όταν πονούν ακριβώς για να μην πονούν. Ας αναρωτηθούμε όμως το γιατί. Αυτή η επιλεγμένη άρνηση εκείνου, όπως και των ανθρώπων να κοιτάξουν κατάματα τον πόνο είναι η ασπίδα τους, η άμυνά τους, μια διαφυγή, μια λύτρωση από όσα δεν αντέχουν, -πραγματικά δεν αντέχουν- να σηκώσουν στους ώμους τους. Προτιμούν να κρύβονται πίσω από απολαύσεις κι επιθυμίες κι ας κατηγορηθούν ύστερα. Δεν τους νοιάζει. Βάζουν φυσικά και το χαμόγελό τους· διαγράφεται τόσο άψογα αυτή η καμπύλη στα χείλη τους που είναι σχεδόν αδύνατον να καταλάβεις πως όντως μέσα τους βαθιά κλαίνε. Ακόμη κλαίνε.

Κι όσο πιο πολύ είναι το γέλιο τόσα πιο πολλά είναι και τα δάκρυα, μα κρυφά, να μη φαίνονται. Βουβά, προσωπικά, ατελείωτα. Ατελείωτα γιατί τους δίκασαν μια μέρα και τους βρήκαν ενόχους. Κι ο δικαστής, άγρυπνος φρουρός, ήταν η ίδια η συνείδησή τους, να φωνάζει φταις, καθημερινά, ψιθυριστά κι επώδυνα. «Πληρώνω» απαντούν και συνεχίζουν να προσπαθούν να ξεφύγουν. Η διασκέδαση, το γέλιο, είναι ένας τρόπος να αμυνθούν σε όσα τους πληγώνουν. Είναι ένας τρόπος να ξεχνιούνται χωρίς να ξεχνούν.

Και μπορεί ο Ντόριαν δικαίως να είχε τύψεις μιας και τερμάτισε τη ζωή της η αγαπημένη του η Σίβυλλα εξαιτίας του, αμέσως μετά τον χωρισμό τους που στηρίχθηκε στην ψευδή πρόφαση του Γκρέυ πως είναι ατάλαντη. Μπορεί να είπε ψέματα στον εαυτό του μόνο και μόνο για να μην ομολογήσει τον αυθεντικό έρωτά του για ‘κείνη. Μπορεί, ναι. Επειδή οι ενοχές δεν εξαρτώνται από τη σημαντικότητα του συμβάντος μα από τη συμμετοχή ή μη, τη δική μας σε εκείνο. Πάντα πάντα, πάντα μετράει το αποτέλεσμα. Αυτό μας κρίνει. Ποιος όμως δεν έχει κάνει λάθη και δε θα ξανακάνει;

Πάντα τα λάθη τα τραγικά που κάνουν οι άνθρωποι και τους πονούν, ταυτόχρονα τους αλλάζουν, τους μεταμορφώνουν. Ο μεγάλος πόνος αλλάζει ριζικά τον άνθρωπο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η νέα εκδοχή είναι καλύτερη ή βελτιωμένη από την παλαιότερη. Και τι σημασία έχει; Αρκεί ή έστω θα έπρεπε να αρκεί, οι άνθρωποι να στέκονται στα πόδια τους, με όποιο τρόπο εκείνοι προτιμούν κι επιλέγουν. Με τον τρόπο που εκείνοι μπορούν να αντέξουν.

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνα Ραυτοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου