Ένας από τους πιο σπουδαίους ηθοποιούς του σύγχρονου Θεάτρου Τέχνης, του οποίου είναι και κληρονόμος. Σύμφωνα με τον καθηγητή του τον αείμνηστο Κάρολο Κουν, ο Γιώργος Αρμένης αδιαμφισβήτητα θεωρείται καταξιωμένος όχι μόνο ηθοποιός αλλά και θεατρικός συγγραφέας, έχοντας διδάξει για σειρά ετών αυτοσχεδιασμό και υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Μετρά χρόνια σημαντικής πορείας στον χώρο της τέχνης παραμένοντας ταυτόχρονα και όχι άδικα αγαπητός στις καρδιές του κοινού.

Γεννήθηκε στην Κληματιά Ιωαννίνων στις 18 Οκτωβρίου 1943. Ήρθε στην Αθήνα το 1969 και το 1967 εισήχθη στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολου Κουν από το οποίο και αποφοίτησε το 1970. Ερμήνευσε πολλά κλασικά και σύγχρονα έργα στα 22 χρόνια της συνεργασίας του με το Θέατρο Τέχνης. Ο ίδιος είναι αξιοσημείωτο πως δηλώνει ότι το έναυσμα για να ασχοληθεί με το θέατρο του προκάλεσε μια ραδιοφωνική εκπομπή, κατά την οποία άκουσε τον Κουν να μιλά. Με την παρότρυνση του Αλέκου Αλεξανδράκη έδωσε εξετάσεις σαν ταλέντο για τη σχολή του Κουν, στις οποίες πέτυχε και μάλιστα σπούδασε με υποτροφία κατά το χρονικό διάστημα 1967-1970. Για την εισαγωγή του στο Θέατρο Τέχνης έχει πει χαρακτηριστικά «Τον Κουν τον γνώρισα το 1967. Τον είχα ακούσει σε μια ραδιοφωνική εκπομπή και με γοήτευσε. Ρώτησα από εδώ και από εκεί κι έτσι κατάφερα και τον βρήκα. Τότε είχα άγνοια, δεν ήξερα την αξία του καλλιτέχνη και του δασκάλου, όμως από την πρώτη φορά που μιλήσαμε με μάγεψε. Στις εξετάσεις που έδωσα για να περάσω στο Θέατρο Τέχνης, δεν ήταν εκεί, μετά τον συνάντησα. Με εξερευνούσε με τα μάτια του. Θυμάμαι ότι ήμουν πολύ τρακαρισμένος όταν κατέβηκα στο Υπόγειο, αλλά μετά, όταν μου είπε ότι με δέχεται, ανέβηκα τα σκαλιά τρία τρία από τη χαρά μου. Με πήρε στην αρχή με το που μπήκα στη σχολή ως φροντιστή στο θέατρο. Έβλεπα όλους εκείνους τους σπουδαίους ηθοποιούς και τον ίδιο να διδάσκει και μάθαινα. Σιγά-σιγά άρχισα να παίρνω ρόλους». Ο πρώτος του ρόλος ήταν Ο Πουκ στο «Όνειρο θερινής νύχτας» του Σαίξπηρ, που όπως σημειώνει «Ήταν κάτι το συγκλονιστικό για μένα όλο αυτό».

Πάντα συνηθίζει να μιλάει μ’ έναν ιδιαίτερα συναισθηματικό τρόπο για τον δάσκαλο του, σαν να ήταν ο πατέρας του, τον οποίο όπως ο ίδιος έχει πει τον γνώρισε στα 22 του και ένιωθε σαν να βλέπει φάντασμα. Για τον Κουν ωστόσο μίλα μ’ έναν νοσταλγικό τόνο γεμάτο αγάπη δείχνοντας ακριβώς πόσο κομβικό ήταν για τον ίδιο το γεγονός πως μαθήτευσε δίπλα του, ενώ για τη διδασκαλία του έχει τονίσει ότι «Ήταν μαγευτικός ο ίδιος, κούναγε τα χέρια σαν διευθυντής ορχήστρας. Τιναζόταν σαν να τον χτύπαγε ρεύμα, όταν κάποιος έκανε κάτι καλό ή θύμωνε όταν κάποιος δεν καταλάβαινε. Ήταν όμως και μια εποχή σεβασμού προς το δάσκαλο και το χώρο. Όλα αυτά που μου συνέβαιναν τότε ήταν μια αφορμή να μπορέσω να εξελιχθώ ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Κοντά στον Κουν μάθαμε αυτό που λέμε «σκηνικό μου ήθος», ενώ σε άλλο σημείο θα συμπληρώσει πως, «Τα παιδικά μου χρόνια ήταν φοβερά. Γιατί δεν ήξερα τη λέξη πατέρας. Και πέρασα πάρα πολύ άσχημα. Όταν πήγα στο Θέατρο Τέχνης, βρήκα έναν άνθρωπο που με αγκάλιασε και με πίστεψε». «Τον Κουν τον θυμάμαι κάθε μέρα. Είναι στο κεφάλι μου, στην ψυχή μου. Δεν μπορώ να τον ξεχάσω. Γιατί πραγματικά με διαμόρφωσε το Θέατρο Τέχνης και έγινα άλλος άνθρωπος. Πριν ήμουν ένα αγρίμι. Εκεί άρχισα να διαβάζω, να ενδιαφέρομαι και να παίζω. Πρώτα μπήκα στο θέατρο και μετά στη σχολή. Ήταν ωραία. Το ήθελα πολύ. Άρχισα να το αγαπάω. Είχα ένα δαιμόνιο μέσα μου και όταν πήγα στο θέατρο τρωγόμουν. Έβγαιναν οι σάρκες μου. Έβγαζα άλλο ήχο. Τρελαινόμουν δηλαδή να μου δώσουν κάτι να παίξω, να το φτιάξω, να το κάνω. Και καθόμουν μόνος μου και το έλεγα ξανά και ξανά», τονίζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια».

Όπως έχει παραδεχτεί ο ίδιος αντιμετώπισε αρκετές δυσκολίες στη διάρκεια των σπουδών του στο Θέατρο Τέχνης ειδικότερα την περίοδο της επταετίας όπως τονίζει «Η Επταετία ήταν δύσκολη. Μας έκοβαν τα έργα συνέχεια, περνούσαν επιτηρητές στις πρόβες και στις παραστάσεις. Ο Κουν πνιγόταν κι όλοι μας βέβαια. Ποτέ δεν ταυτιστήκαμε μαζί τους. Κάναμε ένα θέατρο, όπου οι θεατές, έστω και με μια κίνηση, καταλάβαιναν ότι κάτι προσπαθούμε να τους πούμε». Σίγουρα σε πολλούς έμοιαζε αρκετά περίεργο το γεγονός πως αποφάσισε να φύγει μετά από αρκετά χρόνια από την αφετηρία του στο Τέχνης, ο ίδιος αφοπλιστικά απαντά, «Αν δεν είχα προλάβει να φύγω, θα μου έλιωναν το κεφάλι σε μια πόρτα. Πρόλαβα να βρω την πόρτα. Υπήρχε φθόνος. Δεν μπορώ να ζήσω με φθόνο, με θίγει και με προσβάλλει. Δεν πηγαίνω πια στο θέατρο Τέχνης, δε με ενδιαφέρει. Δήλωσα παραίτηση, λέγοντας ότι θα είμαι πάντα εκεί, αν με χρειαστούν. Ποτέ κανείς δε με φώναξε να παίξω ή να σκηνοθετήσω. Δε ζητάω όμως τίποτα».

Η πορεία του τόσο στο θέατρο, όσο και στην τηλεόραση είναι θαυμαστή και αξιέπαινη, έχει συγγράψει τα θεατρικά έργα «Πρόβα», «Μαντζουράνα στο κατώφλι-γάιδαρος στα κεραμιδιά», «Το σόι», «Λήσταρχος Νταβέλης», «Βασικά με λεν Θανάση», «Ο θείος Σάκης και το Κόμμα», «Τέσσερα πρόσωπα και ο Θεός απ’ έξω». Τα μονόπρακτα: «Αύριο πάλι», «Ακάλυπτοι χώροι», «Νυχτερινό μελό», «Το σαξόφωνο». Τα 2 παιδικά έργα, «Ο Τζιτζιρής» και «Ο Λάκης ο αρχηγός». Έργα δεν έχει γράψει μόνο για το θέατρο αλλά και για την τηλεόραση όπως τα «Μέσα από το πλήθος», «Ο θείος μας ο Μίμης», «Χαίρε Τάσο Καρατάσο», «Το σόι μας», «Ζητώ γνωριμία», «Μικρές διαδρομές», και ένα μέρος από το «Σιγά η πατρίδα κοιμάται». Φυσικά δεν έμεινε μόνο στη συγγραφή, αλλά προχώρησε και στη σκηνοθεσία, δείγματα της σκηνοθετικής του πορείας είναι η «Χίμαιρα και φούμαρα» της Δ. Λιτηνάκη, «Εσωτερικές φωνές» Ε. Ντε Φίλιππο, «Νταν» του Δ. Κορδάτου, «Κορίτσι της γειτονιάς» του Ν. Χατζηαποστόλου, «Κύκλωπας» του Ευριπίδη, «Πλούτος» του Αριστοφάνη, «Έρωτας και αναρχία» της Λίνας Βερτμίλερ, «Ταυτότητα» του Α. Γιαλαμά, «Εσωτερικές φωνές» του Ε. Ντε Φίλιππο στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Λάρισας, «Τριαντάφυλλο στο στήθος» του Τένεση Ουίλιαμς για το Δημοτικό Θέατρο Βόλου, «Κομμάτια και θρύψαλα» του Γ. Σκούρτη, «Νηρέας ο Βάρας» του Δ. Παπαχρήστου, «Αχ, αυτά τα φαντάσματα» του Ε. Ντε Φίλιππο, «Μαντζουράνα στο κατώφλι-γάιδαρος στα κεραμιδιά» του ιδίου για τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας και Σερρών, «Αγγέλα» του Γ. Σεβαστίκογλου για το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου και μία μεγάλη πληθώρα.

Δεν έμεινε όμως μόνο στα μετόπισθεν , χαρίζοντας απλόχερα στο κοινό τη μαγεία της τηλεοπτικής του παρουσίας, παραδίδοντας με μαεστρία μαθήματα υποκριτικής, σημαντικές θεωρούνται οι εμφανίσεις σε σειρές όπως το «Το σόι μας», «Σιγά η πατρίδα κοιμάται», «Ξενοδοχείο Αμόρε», «Ο Πρίγκιπας», «Τρίτο στεφάνι». Εξίσου ξεχωριστή και η παρουσία του στο σανίδι, το καλοκαίρι του 2001 συμμετείχε στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, έχοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο, στο έργο «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Γ. Ιορδανίδη. Το καλοκαίρι του 2002 σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στην παράσταση «Αχαρνής», δίνοντας μια νέα διάσταση στο κλασσικό και επίκαιρο έργο του Αριστοφάνη. Στα πλαίσια της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, το φθινόπωρο του 2003, σκηνοθέτησε τη «Μπράχενα» του Δ. Παπαχρήστου και την «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη. Από το 2003, έχει σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστήσει στο έργο του Αντόν Τσέχωφ «Ο Θείος Βάνιας», στην «Πρόβα» και στο «Βασικά με λεν… Θανάση», «Μαντζουράνα στο κατώφλι… Γάιδαρος στα κεραμίδια», έχει παίξει επίσης στη «Λωξάντρα και σε πολλά άλλα εξαιρετικά έργα.

Όπως κάθε καλλιτέχνης ο οποίος δεν ξεχνά τα βήματά του εκτός της σκηνής, είπε για τη συνεργασία του με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, «Ενας σπουδαίος άνθρωπος. Αλλά έπρεπε να μαρτυρήσεις δίπλα του. Να σηκώσεις τον σταυρό σου», τον Τάσο Ψαρρά αλλά και τον Παντελή Βούλγαρη, τον οποίο λατρεύει. «Είναι από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους, που έχω γνωρίσει». Οι δυο τους έκαναν μαζί τρεις ταινίες, αλλά αυτή που καθιερώθηκε ως η μεγαλύτερή του επιτυχία είναι το, «Όλα είναι δρόμος», με τη θρυλική σκηνή όπου ο Γιώργος Αρμένης δίνει το σύνθημα σε μια μπουλντόζα να γκρεμίσει το νυχτερινό μαγαζί Βιετνάμ, με την ατάκα «Ηλία, ρίχ’ το», και χορεύοντας ζεϊμπέκικο αυτοπυρπολείται. Ο ίδιος εξηγώντας την ιστορία πίσω από τη σκηνή και τη μοναδική αυτή ατάκα, λέει: «Οταν έβαλα φωτιά, κάηκαν τα μαλλιά μου. Ήταν νάιλον το κοστούμι και πήρε αμέσως φωτιά. Με το που τελείωσε η σκηνή, μονοπλάνο, δεν είχαν ούτε μία κουβέρτα για να με σβήσουν και έπεσα και τριβόμουν στο χώμα. Μετά σηκώθηκα. Αγκαλιαστήκαμε με το συνεργείο και φιλιόμασταν». Μάλιστα σημειώνει με χιούμορ πως «Μετά από τόσα χρόνια έχω γεράσει, έχουν ασπρίσει τα μαλλιά μου κι όλοι με βλέπουν και με φωνάζουν Μάκη Τσετσένογλου».

Στο ενεργητικό του έχει φυσικά και πολλές διακρίσεις με κυριότερη εκείνη που κατονομάζεται ως ένας από τους κληρονόμους του Θεάτρου Τέχνης. Έχει τιμηθεί επιπλέον με το Α’ βραβείο ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία του Π. Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος» αλλά και με το Α’ βραβείο ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Δράμας για την ταινία του Σάββα Καλύβα «Αμέρικα». Συμμετείχε επιπροσθέτως και στην ταινία του Θ. Αγγελόπουλου «Το Λιβάδι που δακρύζει» και στην ταινία «Σκόνη» του Τάσου Ψαρρά, χαράσσοντας έτσι τα δικά του βήματα και στον χώρο της 7ης τέχνης. Έχει επίσης συγγράψει και το μυθιστόρημα «Μυρωδιά από χώμα» το 1997.

Τα τελευταία χρόνια τον απολαύσαμε σε μια μοναδική ερμηνεία με την οποία κατάφερε και πάλι να καθηλώσει το κοινό στη σειρά του MEGA «Άγιος Παΐσιος από τα Φάρασα στον Ουρανό» ως γέροντα Κύριλλο. Βέβαια φαίνεται πως η ερμηνεία του εκείνη η οποία θα μας αφήσει για άλλη μια φορά με το στόμα ανοιχτό είναι ο ρόλος του Μήτρου Διαγόρα στη σειρά «Αυτή η Νύχτα Μένει» του Άλφα. Σίγουρα διαφορετικός από τον Μάκη Τσετσένογλου αλλά εξίσου μυστήριος και εκρηκτικός ως χαρακτήρας όπως φάνηκε και από τη μοναδική είσοδο  που το κοινό αποθέωσε στη σειρά πριν λίγες μέρες. Μας έδωσε έναν ακόμα λόγο να λατρέψουμε και να υμνήσουμε το ταλέντο και τις ερμηνευτικές του ικανότητες, παριστάνοντας έναν μυστήριο άντρα που μοιάζει να ήρθε στις ζωές και τις νύχτες όχι μόνο των πρωταγωνιστών αλλά και των τηλεθεατών, για να τις αναστατώσει και να μείνει σ’ αυτές όπως μόνο εκείνος ξέρει.

Σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή του είναι η οικογένεια του, ωστόσο ο ξαφνικός θάνατος της επί 42 χρόνια συντρόφου του από εγκεφαλικό ήταν κάτι που τον πλήγωσε όπως λέει ανεπανόρθωτα, όμως όπως εξήγησε επέλεξε να μη δώσει μεγάλη έκταση στο θέμα, ως κάτι καθαρά κλειστό οικογενειακό, κρατώντας τον πόνο δικό του. Μάλιστα όπως εξομολογείται στην εκκλησία ανάβει πάντα τρία κεριά έναν για τη σύζυγο, ένα για τον γιο του και ένα για τον ίδιο.

Σήμερα στα 79 του χρόνια μοιάζει να έχει βρει το νόημα στην καθημερινότητά του, γράφει, ζωγραφίζει αν βρει όπως λέει μπογιές , μαγειρεύει στον γιο του, απολαμβάνει την αυλή του, και προσπαθεί να κρατιέται, όπως λέει «Δε θέλω να πάθω κατάθλιψη, περπατάω, πάω σινεμά, θέατρο. Προσπαθώ να είμαι σωστός. Αλλά είναι σίγουρο ότι θα μαραγκιάσω κι εγώ κάποια στιγμή», παραδέχεται με συνειδητοποιημένο τρόπο για τη ζωή. Ό ίδιος παραθέτει ένα απόσπασμα από τον «Άμλετ» όπου λέει ο Σαίξπηρ «ο άνθρωπος είναι ένας θεατρίνος που θορυβεί και σοβαρεύεται δύο ώρες πάνω στη σκηνή και ύστερα χάνεται», καταλήγοντας έτσι στο συμπέρασμα πως, πρέπει να ζούμε τη ζωή, να τη ρουφάμε. Αυτή η απλότητα του Γιώργου Αρμένη, η φυσικότητα και η διαχρονικότητά του είναι οι λόγοι για τους οποίους το κοινό τον εκτιμά, τον λατρεύει και τον θαυμάζει όλα αυτά τα χρόνια.

 

Πηγή εικόνας

Συντάκτης: Μαριάννα Χατζή
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου