Υπάρχουν αρκετοί ηθοποιοί που το κοινό τους αγαπά κι ενίοτε ταυτίζεται μαζί τους. Με κανέναν όμως δεν κατάφερε να είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένο και να τον λατρέψει τόσο πολύ όσο τον Νίκο Ξανθόπουλο. Αναμφισβήτητα το παιδί του λαού όπως συνηθίζουν να τον αποκαλούν -και όχι άδικα- αφού ποτέ δεν προσπάθησε να μπει σε ελιτίστικα καλούπια και να ξεχάσει όπως έλεγε πως ήταν ο γιος ενός τσαγκάρη, γι’ αυτό κι αγαπήθηκε από το κοινό σε πολύ μεγάλο βαθμό. Έτσι λοιπόν, όπως ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο, έφυγε από αυτόν διακριτικά στα 89 του έτη μετά από πολύμηνη νοσηλεία και διάφορα προβλήματα υγείας.
Γεννημένος στις 4 Μαρτίου 1934 στην προσφυγική Νέα Ιωνία, ήταν παιδί Ποντίων προσφύγων και έζησε φτωχικά μαζί με τη μητέρα του, η οποία τον μεγάλωσε μόνη της, αφού ο πατέρας του έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δουλεύοντας ως τσαγκάρης και ψαράς. Ο Νίκος Ξανθόπουλος στην κατοχή φυλακίστηκε εξαιτίας της αντιστασιακής του δράσης και βίωσε μόλις στα εννέα του έτη τις φυλακές της κατοχής, γιατί ο πατέρας του συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Έτσι μεγάλωσε ορφανός από μάνα στις προσφυγικές γειτονίες στη Νέα Ιωνία, βγήκε πιτσιρικάς στη βιοπάλη, χωρίς να γνωρίσει το παιχνίδι. Μάλιστα στα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ. Όταν μεγάλωσε, αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, αν και ήθελε να γίνει φιλόλογος, είχε ως πρότυπο τον Κατράκη.
Σπούδασε στο Εθνικό θέατρο κι η πρώτη επαγγελματική του εμφάνιση στο θέατρο ήταν το 1957 με τον «Θίασο Κατερίνας» στο έργο «Βιργινία». Μέχρι τα μέσα του ’60 είχε παίξει ποικίλους ρόλους, όπως ο Ορέστης στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη, ενώ συνεργάστηκε και με τον θίασο του Μάνου Κατράκη στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη. Ασχολήθηκε για λίγο με το μουσικό θέατρο και συμμετείχε σε 24 θεατρικές παραγωγές, έπαιξε όλα τα είδη του θεάτρου, μέχρι το 1970 οπότε και ίδρυσε τον δικό του θίασο και περιόδευσε σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.
Από το 1960 και μετά αφιερώθηκε στον κινηματογράφο. Η πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ήταν το 1958 στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού «Το Εισπρακτοράκι», στο πλευρό των Βασίλη Αυλωνίτη και Νίκου Ρίζου. Κινηματογραφικά ωστόσο καθιερώθηκε από τον σκηνοθέτη-παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο της Κλακ Φιλμ, με τον οποίο είχε αποκλειστική συνεργασία από το 1964 έως το 1971 κυρίως σε μουσικές δραματικές ταινίες. Η πρώτη ταινία που συμμετείχε ήταν το 1963 με τις «Πληγωμένες καρδιές» στον ρόλο του κακού κουνιάδου. Η αρχή της καθιέρωσης του ως παιδί του λαού έγινε έναν χρόνο αργότερα στην ταινία «Αγάπησα και πόνεσα» με 125.000 εισιτήρια, ενώ αλησμόνητη είναι η ταινία «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» με 400.00 εισιτήρια η οποία ήταν το δεύτερο μέρος μιας διλογίας με τις περιπέτειες του τραγουδιστή Βασίλη Καρατζόγλου. Το πρώτο μέρος είναι η Ξεριζωμένη Γενιά, όμως, στην «Οδύσσεια» αξέχαστη έχει μείνει η σκηνή όπου ο ίδιος παλεύει με μια αρκούδα -που αργότερα έγινε γνωστό, πως μες στο κοστούμι ήταν ο Ανέστης Βλάχος. Το 1964 έρχονται οι ταινίες «Είναι Μεγάλος ο Καημός» με 177.000εισιτήρια, «Είμαι μια Δυστυχισμένη» με 204.000 εισιτήρια -όπου συναντά και τη Μάρθα Βούρτση-, τέλος ήρθε το «Ζητιάνος μιας Αγάπης» με 203.000 εισιτήρια, ενώ την επόμενη χρονιά έκανε τέσσερα έργα και τα τέσσερα με τη Βούρτση, και περισσότερο επιτυχημένα.
Πάντοτε σε αυτού του είδους τις ταινίες συνήθιζε να τραγουδά συνθέτες όπως ο Απόστολος Καλδάρας. Για τις ανάγκες αυτές εκπαιδεύτηκε στο τραγούδι με τη βοήθεια του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Η δισκογραφία του συμπεριλαμβάνει 9 μεγάλους δίσκους, 55 single και γύρω στα 300 τραγούδια, τα οποία υπογράφουν οι Άκης Πάνου, Χρήστος Νικολόπουλος, Ξαρχάκος και πλειάδα άλλων πετυχημένων συνθετών. Όπως έχει πει ο ίδιος, «Στο τραγούδι έχεις άμεση επαφή με τον κόσμο, πας κοντά, τους μιλάς. Έβλεπα μια αγάπη, ζεσταινόμουν, πήγαινα κοντά στη ζεστασιά. Όλα αυτά τα χρόνια η αγάπη του κόσμου με ζέστανε, με κράτησε, με συντήρησε». Ο Νίκος Ξανθόπουλος εμφανίστηκε ως τραγουδιστής σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα και πραγματοποίησε πολλές περιοδείες στο εξωτερικό στα κέντρα της ελληνικής διασποράς, σε ΗΠΑ, Αυστραλία και σχεδόν όλη την Ευρώπη, απολαμβάνοντας πάντα την αποδοχή και την αποθέωση από την ομογένεια. Μάλιστα όπως εξιστορεί στην αυτοβιογραφία του, «σε μια περιοδεία του στην Αμερική τον πλησίασε ένα εργοστασιάρχης και του είπε ότι όταν ήταν μικρός δεν είχε χρήματα και σκαρφάλωνε σε μια μάντρα για να τον δει στο σινεμά, ο Νίκος Ξανθόπουλος στάθηκε πυξίδα για αυτόν για να γίνει αυτό που είναι σήμερα στη ζωή του».
Πήρε πολύ μεγάλη αγάπη από τον κόσμο και όπως ο ίδιος είχε αναφέρει σε συνέντευξή του «έβγαλα χρήματα από τη δουλειά μου, αλλά ποτέ δεν τους έδινα σημασία». «Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν ήμουνα σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σαν να ήμουνα παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω. Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένα μ’ αυτούς». Ο Ξανθόπουλος ήταν μια κατηγορία, πιο κοντά σε πρωταγωνιστές του σινεμά όπως ο Φωτόπουλος, Αυλωνίτης, Φούντας, παρά σε σύγχρονούς πρωταγωνιστές σαν τον Αλεξανδράκη, τον Κούρκουλο ή τον Μπάρκουλη.
Άντρας όμορφος, γοητευτικός που αγαπούσαν οι γυναίκες και τον έβλεπαν ως τον άνθρωπο που θα τους σταθεί, θα υπερασπιστεί το δίκιο, όπως συνήθιζε να λέει «Για τον κόσμο ήμουν ένας Ρομπέν των Δασών, ένας Σεβάχ Θαλασσινός. Ήμουν ο άνθρωπος που εξέφραζε τους πόθους του λαού, ο δικός τους άνθρωπος και αυτό μου άρεσε, με γέμιζε, δεν ήθελα κάτι άλλο». Ωστόσο εξέπεσε πολύ γρήγορα με τη μεταπολίτευση, χωρίς να βοηθήσει την κληρονομιά του εγκαταλείποντας τον κινηματογράφο το 1971, μόλις 13 χρόνια από την πρώτη του εμφάνιση. Μέσα στα χρόνια αυτά, ωστόσο, έκανε 50 ταινίες, όρισε το ελληνικό μελόδραμα και υπήρξε αντίβαρο ακόμα και της Βουγιουκλάκη στις κοσμοπλημμύρες των ταμείων. Μπορεί ο ίδιος, ως σεμνός, ταπεινός και με αίσθημα ευθύνης, να μην αποδεχόταν τον τίτλο «παιδί του λαού», που του χάρισε από την καρδιά του ο κόσμος (το είχε πει ο ίδιος αυτό), όμως, η απήχηση που είχε ως καλλιτέχνης, μπορεί να συγκριθεί με ελάχιστους άλλους συναδέλφους του -παλαιούς και νέους.
Δεν του ταίριαζαν τα κουστούμια όπως σημείωνε πάντα ο ίδιος, οι ρόλοι του ήταν πάντα ταξικού περιεχομένου και στα ταξικά του δράματα ύμνησε τη γενιά της ξενιτιάς απήχησε τους καημούς της και τη φτώχεια που τότε επικρατούσε, ενώ μίλησε σε γλώσσα που δεν άντεχε εύκολα η εποχή, αλλά γνώρισε μεγάλη απήχηση και σεβασμό σ’ όλη την επικράτεια. Όπως έχει τονίσει ο ίδιος «Η ποιότητα των ιδεών μου υπάρχει μέσα σ’ αυτές τις ταινίες. Μια ζεστασιά, μια ανθρωπιά… Οι άνθρωποι δεν είναι εκπορνευμένοι… Κι εγώ, όταν θα γυρίσω ταινία, με τέτοια θέματα θα καταπιαστώ. Αλλά θα είναι μια ταινία αισθητικά άψογη, κατά το δυνατόν».
Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στη σειρά «Αγρίμια». Το 1981, έπαιξε στο σήριαλ του Ερρίκου Θαλασσινού «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού». Υποδύθηκε τον καπετάνιο που θέλει να μπαρκάρει και δεν μπορεί να βρει κάπου να αφήσει τον γιο του. Ο ρόλος ήταν η αφορμή να ξαναρχίσει το κάπνισμα σύμφωνα με τον ίδιο. Το 1994 συμμετείχε στην τηλεοπτική δραματική σειρά «Στην κόψη του ξυραφιού».Το 1989 συμμετείχε στο «Μινόρε μιας καρδιάς» το οποίο στη συνέχεια κυκλοφόρησε σε 3 κασέτες και παίχτηκε στην ΕΡΤ σε 16 επεισόδια. Μέτα ήρθε «αγάπη που δε γνώρισε σύνορα» σε δύο κασέτες, προβλήθηκε σε 8 επεισόδια στο MEGA. Ακολούθησαν «Η καρδιά του πατέρα» και «Έρωτας στο περιθώριο» που παίχτηκαν στον αντένα, το 1992. Τελευταία κινηματογραφική εμφάνισή του ήταν το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο». Για τον ίδιο πάντα οι δουλείες του ήταν σαν φυλαχτό και έτσι κρατούσε και τις συνεργασίες του.
Το τι σήμαινε, σημαίνει και θα σημαίνει Νίκος Ξανθόπουλος για όλους τους Έλληνες σε κάθε γωνιά στην υφήλιο, είναι δύσκολο να περιγράφει με λέξεις, αφού η λατρεία των απλών ανθρώπων προς το πρόσωπό του υπήρξε τεράστια. Το παιδί του λαού δεν ήταν ένας ρόλος ήταν η ίδια του η ζωή, στην εποχή «Ενός παρελθόντος στο οποίο πρωταγωνιστούσαν φθαρμένα ρούχα του μόχθου, καναρίνια σε κλουβιά, καλοσυνάτες Αγγελικούλες, ψηλομύτες πλούσιες, φουκαριάρες μανάδες, εργένικα σιδερώματα δρόμοι του κατατρεγμού, κρεβάτια του πόνου. Ήταν στην Ελλάδα της ψιλοβελονιάς, της σεμέν δαντέλας, των παλιών συμπολεμιστών, της ναυτικής τραγιάσκας, της ταπεινής γειτονιάς πριν την αντιπαροχή. Σε ένα τοπίο μετανάστευσης, ξεριζωμού, φτωχολογιάς, βερεσέδικων τεφτεριών στα μπακάλικα, καφενέδων με λουκούμια, προσευχών σε οικιακά εικονοστάσια και γονυκλισιών πλάι σε μανουάλια με λιανοκέρια», «πάλεψε, δεν του χαρίστηκε, το γεγονός ότι τα κατάφερε στη ζωή μοιάζει σαν μικρό θαύμα. Όχι σαν λυτρωτικό happy end μελοδραματικής ταινίας», σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα» (εκδ. Άγκυρα), που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2005. «Τα χρόνια της στέρησης, της αβεβαιότητας πάντα έβαζαν φραγμούς στην εκδήλωση αλαζονικών συμπεριφορών. Δεν του πήρε τα μυαλά η επιτυχία. Ακόμα και στα μεγάλα του σουξέ, όταν μαζικά ο κόσμος τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε δακρυσμένος στο δρόμο, ο ίδιος δε λογάριαζε το μέγεθος της φήμης του. Σεμνός πήγαινε με τα πόδια από την πλατεία Βικτωρίας όπου έμενε ως την κινηματογραφική εταιρεία «Κλακ Φιλμς» στην πλατεία Κάνιγγος και με λεωφορείο στα στούντιο του Μαρουσιού για γυρίσματα. Στον γυρισμό άναβε ανελλιπώς ένα κεράκι στην εκκλησία. Το ήθος του έθετε τα όρια ανάμεσα στον άνθρωπο της τέχνης και του καταναλωτικού προϊόντος. Μετρημένος και σοβαρός, παρέμενε γαντζωμένος στη σκέψη πως δε θα «καβαλήσει το καλάμι».
Προσπάθησαν πολλοί να τον μιμηθούν, όμως ήταν αξεπέραστος στα μάτια του κοινού, αφού είχε αυθεντική ευαισθησία και κάθε ρόλος του για τους θεατές εκπροσωπούσε τη λαϊκή γειτονιά, τη φτώχεια της διπλανής πόρτας, τη σκληρή βιοπάλη με τα όνειρα και τις τρικλοποδιές. Δεν προσπάθησε να αλλάξει την εικόνα του, μάλιστα, όταν υποδύθηκε έναν εφοπλιστή στην Κόψη του Ξυραφιού μερικοί θαυμαστές του δυσανασχέτησαν διότι για εκείνους ήταν ανεξίτηλα μαρκαρισμένος ως το παιδί του λαού.
Δεν παρουσίασε τον εαυτό του μέσ’ από καθρέφτες, στολισμένα μέγαρα και δεξιώσεις. Οι γραβάτες, τα κολάρα και τα κομψά κοστούμια δεν του ταίριαζαν. Εμφανιζόταν πάντα με έτοιμο σακάκι κι ανοιχτό πουκάμισο σαν βασανισμένος βιοπαλαιστής. Δεν το έπαιζε κάποιος, αυθεντικός και αληθινός ήταν για αυτό και αγαπήθηκε από το κοινό όσο κανείς άλλος. Όταν μάλιστα σαν απλό παλικάρι κρατούσε με σεβασμό ένα στεφάνι στην κηδεία του δολοφονημένου βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, τον πήγαν στην ασφάλεια για ανάκριση, κι ας ήταν ένας σταρ.
Ήταν το παιδί του λαού από την αρχή έως το τέλος της ζωής του απλός, ταπεινός και μοναδικά αυθεντικός, πέρασε στην αιωνιότητα και άφησε παρακαταθήκη το έργο του για όλες τις επόμενες γενιές. Τώρα πήγε να βρει τον καλό του φίλο Ανέστη Βλάχο. Καλό ταξίδι στο παιδί του λαού που άφησε το δικό του στίγμα στην τέχνη.
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου