Ο Κώστας Καζάκος ήταν αδιαμφισβήτητα ένας μεγάλος ηθοποιός της γενιάς του κι ένας ασυναγώνιστος bon viveur. Καλλιτέχνης μεγάλου βεληνεκούς, με σημαντική πορεία, τόσο στο χώρο του θεάτρου όσο και της μεγάλης οθόνης. Συμμετείχε σε περίπου 40 ταινίες μέχρι το 1991, με την πρώτη του ταινία με τη Φίνος Φιλμ το 1962. Μέχρι τη δεκαετία του 70 συμμετείχε σε πέντε ακόμα παραγωγές της Φίνος. Η σημαντικότερη όμως στιγμή και το απόγειο της καριέρας του, ήταν Το Μεγάλο μας Τσίρκο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Μια παράσταση που παίχτηκε εν μέσω χούντας, γράφοντας ιστορία σε μουσική του μεγάλου Σταύρου Ξαρχάκου.
Η πρωτότυπη ιδέα ήταν του ίδιου του Καζάκου και της Καρέζη. Η επιθυμία τους ήταν να παρουσιάσουν ένα κείμενο το οποίο θα σχολιάζει με χιουμοριστικό τρόπο την πορεία των Ελλήνων από την Επανάσταση μέχρι και την τότε σύγχρονη Ελλάδα. Το έργο αποτελεί συρραφή από θεατρικά σκετς σε ύφος επιθεώρησης, ενώ ανάμεσα στην πρόζα μεσολαβούν η μουσική και τα τραγούδια ως δομικά συστατικά της παράστασης.
Ανέλαβε τη σκηνοθεσία της παράστασης μαζί με τον Άρη Δαβαράκη βοηθό του. Σκηνικά και κοστούμια ήταν του Φαίδωνα Πατρικαλάκη. Τα τραγούδια ερμήνευε ο Νίκος Ξυλούρης. Αξίζει να σημειωθεί ότι τις κινήσεις του καραγκιόζη και τη διακόσμηση της εισόδου, ανέλαβε ο Ευγένιος Σπαθάρης. Οι βασικοί ρόλοι ερμηνεύτηκαν από τον ίδιο τον Κώστα Καζάκο, την Τζένη Καρέζη, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, τον Νίκο Κούρο, τον Τίμο Περλέγκα και τον Χρήστο Καλαβρούζο. Αδιανόητα ονόματα.
Η πρεμιέρα ορίστηκε για τις 22 Ιουνίου του 1973 στο θέατρο «Αθήναιον». Το κοινό έδειξε αμέσως την αγάπη του και λάτρεψε το έργο αστραπιαία. Ένα έργο αλληγορικά γραμμένο, πέρασε με μοναδική μαεστρία την τροχοπέδη της λογοκρισίας που μάστιζε τα θεατρικά κείμενα της Δικτατορικής περιόδου. Κάθε βράδυ στο θέατρο απέναντι από το Πολυτεχνείο συνέρρεε πλήθος κόσμου για να απολαύσει το έργο, με εκπρόσωπους των στρατιωτικών αρχών να βρίσκονται ανάμεσα στο κοινό, προς ενημέρωση των ανωτέρων τους για τις απόψεις και τις αντιδράσεις των θεατών.
Ωστόσο, ένα βράδυ του Οκτωβρίου λίγο πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η παράσταση διακόπηκε βίαια κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Τζένη Καρέζη και Κώστας Καζάκος να συλληφθούν και να κρατηθούν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, με τη χούντα να τους συλλαμβάνει ξανά με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι παραστάσεις συνεχίστηκαν και μετά την αποφυλάκισή τους στις 22 Δεκεμβρίου 1973 με την παράσταση να σημειώνει ακόμη πιο μεγάλη επιτυχία. Μετά τη Μεταπολίτευση, στις 3 Αυγούστου 1974, το έργο ξανανέβηκε με την προσθήκη των λογοκριμένων σκηνών κι ενός τραγουδιού («Το Προσκύνημα») στο φινάλε της παράστασης για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως, το ίδιο έργο περιόδευσε το 1975 σε όλη την Ελλάδα και το 1976 σε πολλές πόλεις της Γερμανίας, με πρωτοφανή απήχηση στο κοινό.
Για το συγκεκριμένο έργο μάλιστα η ίδια η Καρέζη είχε δηλώσει πως «έπρεπε να είναι κάτι σαν λαϊκό πανηγύρι, να κλείνει μέσα του πολλή ρωμιοσύνη και μέσα από τη σάτιρα, τον αυτοσαρκασμό, το γέλιο και το δάκρυ, να μιλήσουμε για τους καημούς και τα όνειρα της φυλής μας, για προδομένους αγώνες, για προδομένες ελπίδες και πάνω απ’ όλα για ομορφιά. Για την ομορφιά αυτού του λαού, που δεν παύει ποτέ να αγωνίζεται, να προδίδεται, να πιστεύει και να συνεχίζει τον αγώνα του, διατηρώντας τις ρίζες του αναλλοίωτες. Όλα αυτά όμως θά ’πρεπε να ειπωθούν ρωμέικα, ζεστά. Καθόλου φιλολογικά. Καθόλου εγκεφαλικά. Θά ‘πρεπε, δηλαδή, να γραφτεί ένα έργο που να έχει μέσα του τους σπόρους της λαϊκής μας τέχνης. Εγχείρημα δύσκολο, άπιαστο σχεδόν.»
Ο ίδιος ο Καζάκος σημείωσε σε συνέντευξή του: «Ξεκίνησε να γράφει ο Ιάκωβος… έγραφε… έγραφε… κι εγώ πήγαινα τα κείμενα στη λογοκρισία. Πήγαινα έναν πάκο χαρτιά και μου άφηναν το μισό. Έγραφε ο Ιάκωβος άλλα κείμενα, τα πήγαινα κι από πέντε ή έξι επεισόδια μας άφηναν ένα. Σκεφτήκαμε να τους πηγαίνουμε τα κείμενα μπερδεμένα- ήταν ο μόνος τρόπος. Τα κείμενα ήταν ασύνδετα και δεν έβγαζαν νόημα. Θυμάμαι, μας έλεγαν «τι είναι αυτά που γράφει ο Καμπανέλλης; Θα καταστραφείτε! Τελικά η επιτροπή ξεγελάστηκε και το έργο ανέβηκε με ελάχιστες αλλαγές. Η παράσταση παίχτηκε ξανά και ξανά από τότε με ελάχιστες αλλαγές.»
Ακόμη, σχετικά με τον θίασο επισήμανε πως είχαν ήδη αποφασίσει με την Τζένη Καρέζη ποιοι θα είναι οι συνεργάτες τους. «Ναι, αυτό το είχαμε αποφασίσει. Ήμασταν πενήντα δύο άτομα θίασος. Οι δέκα μουσικοί του Ξαρχάκου ήταν καταπληκτικοί! Όλοι ήταν καταπληκτικοί. Πώς είχα πείσει τον Ξυλούρη να πάρει μέρος, εγώ το ξέρω. Δεν ήθελε, ντρεπόταν. Εκείνη την εποχή τραγούδαγε στην Πλάκα. Θυμάμαι πως έβγαινε και διέσχιζε τη σκηνή κι ο κόσμος έκανε «α!». Νοικιάσαμε το θέατρο στην οδό Πατησίων, το Αθήναιον, που ήταν παλιός κινηματόγραφος. Ήταν εγκαταλελειμμένο αλλά τεράστιος χώρος, γιατί πού να βάλεις τόσο μεγάλο θίασο; Είχαμε συνθέσει στο μυαλό μας να υπάρχει μια μεγάλη πασαρέλα μέσα στο κοινό με κεντρική σκηνή και μια σκηνή για τους μουσικούς.
Πότε ξεκίνησαν τα προβλήματα; Το έργο ανέβηκε τον Ιούνιο του 1973. Τότε άρχισαν τα όργανα! Είχαμε κάθε μέρα ή δεύτερη μέρα ή τρεις φορές την εβδομάδα ανάλογα με το κέφι τους, τραβήγματα. Έρχονταν μέσα στο θέατρο Εσατζήδες με στολή, με τα γκλοπ και τα πιστόλια, έκαναν βόλτες στους διαδρόμους και κοίταζαν τον κόσμο. Η ασφάλεια με πολιτικά έγραφε ποια σημεία της παράστασης έκαναν τον κόσμο να ξεσπάει σε χειροκροτήματα και σε γέλιο. Τα πήγαιναν στις υπηρεσίες τους και την επομένη μέρα το πρωί πεντέμισι με έξι με έπαιρναν τηλέφωνο.»
Μάλιστα όπως εξήγησε αργότερα, «ο Καμπανέλλης μέχρι και που πέθανε έγραφε με το χέρι. Όταν ανέβηκε το τσίρκο έμεινε ένα μήνα στο κρεβάτι. Εξοντώθηκε! Για να βγάλουμε αυτά τα δώδεκα επεισόδια του τσίρκου έγραψε κυριολεκτικά μια στοίβα κείμενα». Ήταν οι ιστορικές συγκυρίες που ξεπέρασαν το καλλιτεχνικό γεγονός και το μετέτρεψαν σε πολιτικοκοινωνικό. Ο λαός το προκάλεσε! Αφού έλεγαν, όταν τέλειωνε η παράσταση, πως αν υπήρχε κάποιος κι έλεγε εμπρός, θα πηγαίναμε όλοι για εξέγερση. Μπορούσαμε να φανταστούμε εμείς πως τα πανό που χρησιμοποιούσαμε στο επεισόδιο με την 3η Σεπτεμβρίου θα περνάγανε στην πύλη του Πολυτεχνείου;».
Το γνωστότερο τραγούδι της παράστασης ήταν το «Φίλοι κι αδέλφια» με τον Νίκο Ξυλούρη να δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας όπως και στο καταπληκτικό «Τ’ Ανάπλι» όπου η Κρητική λύρα ομορφαίνει ακόμα περισσότερο το σπουδαίο αυτό τραγούδι με τους εμπνευσμένους στίχους του Καμπανέλλη. Άξιο αναφοράς είναι επίσης πως, στις 17 Νοέμβρη, ήμερα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, οι Καρέζη, Καζάκος και Ξυλούρης ήταν στο πλευρό των φοιτητών (mixani_tou_xronou). Άλλωστε, το θέατρο στο οποίο παιζόταν η παράσταση, ήταν ακριβώς απέναντι από το Πολυτεχνείο. Τρεις μέρες μετά, τον αγώνα των ηθοποιών διέκοψε η αιφνίδια σύλληψη της Καρέζη.
Ένας μεγάλος καλλιτέχνης που σημείωσε λαμπρή πορεία μέσα από ένα έργο «ρίσκο» για την εποχή όπως κάποιοι συνηθίζουν να λένε, άφησε το δικό του στίγμα στον καλλιτεχνικό χώρο, τιμήθηκε με τον «Χρυσό Απόλλωνα», βραβείο ηθοποιού Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών (1967) και με το Α΄ Χρυσό Βραβείο του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1973), για την παραγωγή της ταινίας του «Λυσιστράτη». Από σήμερα βρίσκεται στην αγκαλιά της Τζένης του που τόσο αγάπησε και σίγουρα αντάμωσε πάλι με τον Καμπανέλλη κι όλο τον θίασο, σχεδιάζοντας ίσως και πάλι το δικό τους Μεγάλο Τσίρκο σε κάποιο παραδεισένιο θέατρο. Αυτός ήταν ο Κώστας Καζάκος κι αυτό το έργο σίγουρα η μεγαλύτερη παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.
Αντίο σπουδαίε Κώστα, καλή αντάμωση. Ευχαριστούμε που σε γνωρίσαμε, ήταν τιμή μας!
Φωτογραφία από mixanitouxronou.gr
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου