Οι πλημμύρες, οι πυρκαγιές, η υπερβολική ζέστη και τα ακραία καιρικά φαινόμενα αλλάζουν τη γη και καταστρέφουν περιουσίες. Αυτό που όμως δε σκεφτόμαστε, είναι πως αλλάζει και την ψυχολογία μας, αφού μεταβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο ζούμε πάνω στον πλανήτη, διότι η ζωή κάτω από μια συνεχή απειλή στον ορίζοντα δεν μπορεί να αφήσει ίδιο τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και τη δική μας ύπαρξη. Είναι στην ουσία δυο είδη αγωνίας-απειλής. Των άμεσων καταστροφών και της αίσθησης της υπαρξιακής καταστροφής. Κι οι δυο έχουν επιπτώσεις στην ανθρώπινη ευεξία.
Οι καταστροφές είναι κατά βάση στρεσογόνες. Για μερικούς ανθρώπους, μπορεί να γίνουν τραυματικές είτε άμεσα -οδηγώντας σε απειλή της ζωή κάποιου, σοβαρούς τραυματισμούς, πένθος, καταστροφή περιουσίας- είτε έμμεσα, παρουσιάζοντας φοβίες για το θάνατο, συναισθήματα τρόμου, λύπης, ενοχής αλλά κι οργής για το γεγονός ότι οι περισσότερες φυσικές καταστροφές οφείλονται στην αβλεψία του σύγχρονου μέσου ανθρώπου. Οι φυσικές καταστροφές συνδέονται επίσης με αυξημένα ποσοστά ποικίλων ψυχιατρικών καταστάσεων και συμπτωμάτων: κατάθλιψη, γενικευμένο άγχος, χρήση ουσιών, διαταραχές ρουτίνας, όπως η υγιεινή διατροφή κι η άσκηση. Όλα αυτά μπορούν να έχουν επιπτώσεις στην ψυχική υγεία μακροπρόθεσμα.
Όταν οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με αναπάντεχα επίπονες καταστάσεις, κάποιοι με τάση για επιθετικότητα και βία μπορούν να παρουσιάσουν εξάρσεις λόγω στρες, ή να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους καθώς και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Ακόμη και τα ποσοστά παιδικής κακοποίησης και βίας εντός οικογένειας τείνουν να αυξάνονται μετά από φυσικές καταστροφές.
Για άτομα που ναι μεν δεν αντιμετωπίζουν σοβαρές απειλές για τη ζωή τους, αλλά έχουν χάσει μέρος της περιουσίας τους (επειδή έχει πλημμυρίσει ή έχει υποστεί ζημιά το σπίτι του, ή χρειάστηκε να το εκκενώσουν για άγνωστο χρονικό διάστημα) ειδικά στην ιδέα ότι θα μπορούσε να γίνει καθημερινότητα που πρέπει ν’ αντιμετωπίσει, είναι εξίσου αγχωτικό, καθώς εμπεριέχει και την αβεβαιότητα για το μέλλον. Γνωρίζουμε ότι η επαφή με εικόνες από μέρη που επλήγησαν από καταστροφές, μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα παρόμοια με μετατραυματικό στρες, όπως εφιάλτες, διαταραχές στον ύπνο κ.λπ.Ένα σύμπτωμα -σχετικά άγνωστο- των φυσικών καταστροφών είναι κι η υπογεννητικότητα. Οι άνθρωποι σκέφτονται όχι μόνο το μέλλον τους, αλλά προβληματίζονται και για την τεκνοποίηση. Αν είναι σωστό ή όχι να φέρουν παιδιά σ’ έναν τέτοιο κόσμο, πράγμα που είναι μια βάσιμη κι απόλυτη κατανοητή ανησυχία.
Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν πέρα από την προετοιμασία και πρόληψη έναντι μιας καταστροφής, όσο φυσικά αυτό είναι εφικτό. Όλα συνδέονται, άλλωστε, με τους κοινωνικούς παράγοντες υγείας όπως το εισόδημα, η στέγαση κι η απασχόληση. Για παράδειγμα, μερικοί άνθρωποι όταν το σπίτι τους πλημμυρίζει, επενδύουν σε συστήματα όπως γεννήτριες ή αντλίες φρεατίων, για ν’ αποτρέψουν να συμβεί ξανά, ενώ άλλοι δεν μπορούν να το κάνουν λόγω οικονομικής στενότητας ή θυμού προς τον κρατικό μηχανισμό που τους αφήνει εκτεθειμένους.
«Σε ατομικό επίπεδο, να κάνουμε ό,τι μπορούμε.» Αυτό θα μπορούσε να είναι η βάση ενός σχεδίου για το αν συμβεί ξανά κάτι τέτοιο: «Πού θα πάμε; Τι θα πρέπει να έχουμε έτοιμο για να πάρουμε μαζί μας.» Ο προγραμματισμός δίνει μια μερική αίσθηση ελέγχου. Επίσης είναι πραγματικά σημαντικό για να είμαστε «πιο δυνατοί», όχι ν’ αποφεύγουμε οποιαδήποτε πληροφορία με φυσικά φαινόμενα που συμβαίνουν, αλλά να τα παρακολουθούμε σαν μια πληροφορία και να προχωράμε. Να μην εντρυφούμε όμως πάνω σ’ αυτά και να ψάχνουμε να διαβάσουμε κάθε μικρή ή μεγαλύτερη συναφή πληροφορία. Τέλος, η συμμετοχή σε μια κοινότητα μπορεί να έχει ευεργετικές συνέπειες και να ενισχύσει την αίσθηση συλλογικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής στήριξης, ώστε να νιώθουμε ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που μοιράζονται τις ίδιες αξίες και συνεργάζονται για να κάνουν αλλαγές.
Είναι λογικό να γεννά φόβο ο καιρός που ζούμε. Να νιώθουμε μικροί κι απροστάτευτοι κι αυτό να αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Όμως αξίζει να μη βουλιάξουμε στη ματαιότητα και να κάνουμε μια προσπάθεια για όλους όσους αγαπάμε, να το ξεπεράσουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου