«Ο έρωτας απ’ όλα τα συναισθήματα είναι ο πιο δημοκρατικός» είπε ο Τιμ Ρόμπινς, ένας από τους αγαπημένους ηθοποιούς και σκηνοθέτες της Αμερικής. Και ‘γω διαβάζοντας τον τίτλο του άρθρου μου, αρκετή ώρα αναρωτιόμουν «μα καλά είναι τρελός;», «είναι ο έρωτας όντως δημοκρατικό συναίσθημα;», «με ποια λογική;».
Σκεφτόμαστε λοιπόν όλους εκείνους τους έρωτες που πέρασαν από τη ζωή μας με μια διάθεση ανάκρισης για το τι τελικά ήταν. Κάποιοι ήταν τυραννικοί, ήρθαν μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους, ανίκανοι στην κυριολεξία να επιβιώσουν χωρίς κολακεία κι απλώς αποχώρησαν, χωρίς καν να λογοδοτήσουν, αφήνοντάς μας τραύματα. Κάποιοι πάλι ήταν αριστοκρατικοί, ήρθαν για το θεαθήναι και την επιβίωση της ματαιοδοξίας τους. Ήρθαν για να προκαλέσουν αναστάτωση με τη δήθεν παρουσία τους ξέροντας πως όταν απομυθοποιηθούν δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από αυτόν της άτακτης φυγής τους. Κάποιοι ήρθαν γιατί εμείς τους καλέσαμε. Τους φροντίσαμε, τους γιατρέψαμε πληγές, τους ανεβάσαμε στ’ αστέρια, εδώ η σοφή γιαγιά μου θα έμπαινε στη συζήτηση για να πει «ανθρώπους τους κάναμε». Και φυσικά δεν έμειναν. Αποχώρησαν σαν τους ηττημένους ενός πολέμου, αναζητώντας κατώτερο «λαό» για να συνεχίσουν τη ματαιοδοξία τους.
Για μερικούς ο έρωτας είναι χούντα. Είναι απόλυτη κτητικότητα, καταπίεση κι επιβολή. Κι όχι δεν είναι έρωτας αυτός. Ο έρωτας δε βλάπτει, ο έρωτας γιατρεύει. Στο όνομα κανενός έρωτα δε χάνονται ζωές. Σε όλους αυτούς τους θανάτους που ζούμε σχεδόν καθημερινά έχοντας ως αρχική αιτία έναν παράφορο έρωτα πίσω από τις κουρτίνες μιας φαινομενικά εικονικής ευτυχισμένης οικογενειακής πραγματικότητας, κανένας έρωτας δεν αποτέλεσε εύφορο πεδίο κι αιτία για μεγαλουργία.
Κι ίσως μετά τα όλα όσα αναφέραμε καταλήγουμε πως όλοι στη ζωή μας αναζητάμε τη δημοκρατία ενός έρωτα. Και ναι, ίσως να είναι ο πιο δημοκρατικός απ’ όλα τα συναισθήματα που αναπτύσσουμε στη ζωή μας. Γιατί περιέχει πρωτίστως τη δύναμη της προσωπικής μας ελευθερίας, μέσα απ’ ό,τι μας κάνει να είμαστε ευτυχισμένοι. Η δημοκρατία ενός ευκταίου έρωτα που δε χάνουμε κανένα κομμάτι του εαυτού μας, που οι σκέψεις και οι πράξεις μας είναι ελεύθερες. Ο έρωτας γίνεται έμπνευση για να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Η σκέψη μας καλπάζει σε όνειρα καθώς κανείς δεν μπορεί να τα σταματήσει, παρά μόνο εμείς.
Σ’ έναν απόλυτα δημοκρατικό έρωτα, η ηδονή, το πάθος, η έλξη είναι ο παράδεισος για όσους αποφασίζουμε να το ζήσουμε χωρίς να λογοδοτήσουμε για τα αισθήματά μας. Είμαστε οι ήρωες που συνυπάρχουμε, αγαπιόμαστε, κάνουμε υπερβάσεις μέχρι ν’ ανακαλύψουμε το ζητούμενό του που στο τέλος θα είναι η αγάπη. Ακόμη όμως κι η ήττα -αν έρθει- θα είναι μέσα από τις δικές μας προσωπικές επιλογές κι αποφάσεις κι όχι μια δακτυλοδεικτούμενη εντολή, ένας φόβος απόρριψης ή μοναξιάς.
Η δημοκρατία σ’ έναν έρωτα του δίνει το αναφαίρετο δικαίωμα να είναι ελεύθερος από φύλα, στεγανά προκαταλήψεων και σεξουαλικούς προσανατολισμούς. Τον κάνει αντισυμβατικό, ανατρεπτικό κι επαναστάτη. Επαναστατούμε απέναντι σε μας τους ίδιους, αποδεχόμενοι το νέο και φρέσκο του έρωτα, απέναντι στο μέχρι τότε τρόπο ζωής μας, καθώς πια αποφασίζουμε πώς θα μοιράσουμε τον εαυτό μας. Ένας δημοκρατικός έρωτας μας εξυψώνει, μας εμπνέει, μας προβληματίζει. Ρισκάρουμε για να κάνουμε την υπέρβαση. Για να πάμε κόντρα στη λογική μας ξεχνώντας όλα όσα ξέραμε μέχρι τώρα. Για να ζήσουμε το άπιαστο κι απόκοσμο μεγαλείο του. Κι αν όλα τα υπόλοιπα περιορίζουν -την ελευθερία μας πρωτίστως απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό- αυτός ο έρωτας μας δίνει το δικαίωμα να δεσμευτούμε ηθελημένα κι ενώνοντάς μας με κάποιον άλλο.
Στη δημοκρατία του έρωτα που εμείς ορίζουμε, βάζουμε τον εαυτό μας ν’ απαντάει στο δημοψήφισμα της μέχρι τώρα αισθηματικής και συναισθηματικής μας ζωής. «Θέλουμε;» Τα υπέρ και τα κατά της προσωπικής μας ευτυχίας ορίζουν το αποτέλεσμα για το οποίο εμείς οι ίδιοι φέρουμε το βάρος της ευθύνης. Η βραβευμένη με Πούλιτζερ Κάρολ Σιλντς συγγραφέας, είπε πως «όλοι σχεδόν έχουν την ευκαιρία να πουν και ν’ ακούσουν το σ` αγαπώ, γιατί σε τελική ανάλυση η αγάπη είναι μια δημοκρατία κι όχι ένα βασίλειο». Κι ίσως τελικά, έτσι να είναι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου