Μετά από μια πολύ δύσκολη μέρα στο γραφείο, το μοναδικό που μπορεί να με κάνει να χαμογελάσω είναι η σκέψη πως θα γυρίσω στο σπίτι μου -έχουν δίκιο όσοι χρησιμοποιούν την λέξη ησυχαστήριο. Θα κλείσω πίσω την πόρτα σε όλα, ακόμη και στα ευχάριστα της μέρας μου. Για το τελευταίο δεν είμαι πολύ σίγουρη ότι συμβαίνει εδώ και καιρό. Θα πετάξω τα παπούτσια μου και θα πέσω στο κρεββάτι μου. Κι εκεί, κάτω από την αγαπημένη μου κόκκινη κουβέρτα, να κλείσω τα μάτια και ν’ αφήσω τη σκέψη να ξεχυθεί. Μια κόκκινη κουβέρτα με σώζει από τα δύσκολά μου. Άλλοι βάζουν ένα ποτό, άλλοι ανοίγουν τη μουσική στη διαπασών, άλλοι πίνουν τσιγάρα. Εγώ τυλίγομαι μέσα της κάνοντας την σπηλιά για να κρυφτώ.
Τελευταία κρύβομαι όλο και περισσότερο. Θυμάμαι πως γελάς κάθε φορά που με ρωτάς τι κάνω. Σου λέω πως δεν είμαι καλά και μου απαντάς «τρέξε να χωθείς στην κουβέρτα σου». Αναρωτιέμαι πόσο αργά και βασανιστικά περνάει ο καιρός όταν είσαι μακριά από τον άλλον. Ποια μονάδα μέτρησης θα μπορούσε να υπολογίσει με ακρίβεια τα όρια και τους δείκτες της απουσίας; Δεν ξέρω αν υπάρχει, αλλά ακόμη και να υπήρχε, εμείς θα το είχαμε τερματίσει.
Λείπεις. Το ήξερα πως έτσι θα ήταν από τη μέρα που σε γνώρισα. Γελάω με τον τρόπο που γνωριστήκαμε. Δεν προλάβαινα σχεδόν να καταλάβω τι έλεγες. Μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι ακόμη και σε ‘κείνη την πρώτη γνωριμία μας μια απόσταση μας χώριζε, είχες ήδη μικρύνει τα χιλιόμετρα με το γέλιο σου. Δυο κόσμοι αντίθετοι μεταξύ τους, που όλα συνωμότησαν για τη γνωριμία τους. Και τα κατάφεραν. Κέρδισαν το στοίχημα καθώς, όχι μόνο προλάβαμε τη ζωή για να μη μας αφήσει στην απ’ έξω, αλλά την τσαλαπατήσαμε κόντρα σε όλα.
Ψάχνω να με καταλάβει κανείς και μάλλον είναι πολλοί που αγαπούν από μακριά. Για όλες εκείνες τις φορές που νιώθω πως πατάω σε δύο σημεία και μοιράζω τη ζωή μου έστω και νοητά. Για το μεγαλύτερο στοίχημα που έχω καταφέρει να βάλω με τον εαυτό μου. Για τις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς, μέρες και βδομάδες που καταφέρνω να μειώσω πάνω από έναν υπολογιστή ή μιλώντας στο τηλέφωνο. Να οργανώνω την κάθε φορά με την προσμονή ενός μικρού παιδιού για να χαριστούμε ο ένας στον άλλον.
Κι ο χρόνος να γίνεται ξαφνικά εχθρός μου και να μετράει αντίστροφα, τόσο γρήγορα μέχρι την αποχώρηση. Μαλώνω με τον εαυτό μου που κάνει σαν κακομαθημένο κι επιμένει να ψάχνει αφορμές για να μείνει. Πότε τελείωσαν γαμώτο οι μέρες; Τι προλάβαμε; Αυτό ήταν; Τόσο-όσο, για μια ακόμη φορά. Μέχρι που σταμάτησα να μετράω γιατί κατάλαβα πως δεν κάνει καλό σε κανέναν. Τώρα απλώς φεύγω χωρίς αποχαιρετισμούς χτίζοντας αστείες δικαιολογίες στο μυαλό μου και βάζοντας στόχο την επόμενη συνάντηση.
Μια επόμενη που θα νιώσω πάλι παιδί, θα κλείσω τηλέφωνα και θα χαριστούμε ο ένας στον άλλον. Για όσο κρατήσει. Μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα φιλί. Για την εικόνα του προσώπου σου με τα λυτά μαλλιά στο μαξιλάρι, να μου χαμογελάει και να λέει καλημέρα. Για όλες αυτές τις στιγμές που μπορεί να είναι λίγες, αλλά αξίζουν και μου ανήκουν. Μια ανατολή κι ένα χάραμα. Μαθαίνουμε να ονειρευόμαστε ξύπνιοι και να προσμένουμε. Και μπορεί η καθημερινότητα να μην έχει ένα συνεχόμενο «εμείς» κι αγαπημένες φράσεις από α’ πληθυντικό αλλά έναν έρωτα που προσμένει.
Ανεβαίνω στα ουράνια και πέφτω στα τάρταρα. Τσακίζομαι και ξαναγεννιέμαι. Μαθαίνω πώς είναι να ζω με τεχνητές αναπνοές μακριά σου και να μαζεύω όσο οξυγόνο μπορώ για να έχω απόθεμα στην απουσία σου. Εκπλήσσομαι με τις αντοχές και τη δύναμή μας και θαυμάζω την αφοσίωσή σου. Ίσως τελικά το «θαυμάζω» να είναι και το πιο δυνατό ρήμα του έρωτα. Κρύβει μέσα του τον σεβασμό, την έκπληξη, την απορία κι όλα αυτά μαζί στο πρόσωπο ενός ανθρώπου. Αυτού που εγώ έχω επιλέξει ξέροντας τα χιλιόμετρα που μας χωρίζουν.
Ακούω ανθρώπους γύρω μου να λένε «μου λείπει» αν έχουν να δουν τον σύντροφό τους κάποιες ώρες και σκέφτομαι πως τους χλευάζει μέχρι και η ίδια η λέξη. Ξέρετε τι σημαίνει «μου λείπει»; Έχετε ζήσει μέρες και νύχτες με κολλημένους δείκτες ρολογιού και την απουσία να είναι σαν μούχλα στην ατμόσφαιρα; Να ακούτε «μου λείπεις» και να πρέπει να συγκρατηθείτε γιατί σ’ ένα «έλα» που θα ξεφύγει κατά λάθος, είστε ικανοί να τα τινάξετε όλα στον αέρα;
Η ώρα έχει περάσει. Εικόνες, σκέψεις κι αναμνήσεις με συντροφεύουν. Ο ήχος από το χτύπημα της πόρτας με ξαφνιάζει. Δεν περιμένω κανέναν. Σηκώνομαι ν’ ανοίξω ρωτώντας ποιος είναι. «Εγώ είμαι.» Όλα αξίζουν τελικά για ένα «εγώ είμαι» στο θυροτηλέφωνο.
Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου