Στην ερώτηση «αν έχουμε ερωτευτεί» όλοι έχουμε μια απάντηση. Κάποιοι πολύ, κάποιοι λιγότερο, μετρημένοι στα δάχτυλα θα πουν ότι περιμένουν ακόμη τον μεγάλο έρωτα της ζωής τους και κάποιοι θα χαμηλώσουν τα μάτια, θα σκυθρωπιάσουν και θ’ απαντήσουν «πολύ, αλλά άδοξα». Υπάρχουν έρωτες παθιασμένοι, χλιαροί, αδιάφοροι, καταστροφικοί, ανεκπλήρωτοι κι έρωτες που τελείωσαν άδοξα κι έμειναν μισοί. Κι αν όλους τους υπόλοιπους έρχεται το πέρασμα του χρόνου και τους απαλύνει ή τους εξαφανίζει, τους τελευταίους τους κουβαλάμε πάνω μας μέχρι το τέλος της ζωής μας.
Αν βάλουμε το μυαλό μας να σκεφτεί -ίσως να μη χρειαστούμε και καθόλου χρόνο για την απάντησή μας- όλοι έχουμε έναν άνθρωπο ο οποίος πέρασε από τη ζωή μας και μάς στιγμάτισε. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που δε θα πάψουμε ποτέ να νιώθουμε ερωτευμένοι μαζί τους. Εκείνοι οι άνθρωποι που ξέρουμε πως μπορεί να νιώθουν το ίδιο, πως μπορεί κι όχι, να έχουν συνεχίσει τις ζωές τους χωρίς εμάς αλλά η παρουσία τους θα μας στοιχειώνει. Οι άνθρωποι αυτοί που δε θα ξεπεραστούν ποτέ.
Θα εμφανιστούν στη ζωή μας κάποια χρονική στιγμή και θα γίνουν η αρχή και το τέλος του κόσμου μας. Μπορεί η στιγμή να είναι λάθος, μπορεί οι ζωές μας να είναι αλλιώς προδιαγεγραμμένες, μπορεί να μην μπορούμε να τα καταφέραμε ακόμη και αν το προσπαθήσαμε πολύ, λάθος timing όταν μας ρωτάνε μετά από χρόνια, αλλά το όνομά τους θα μας χαράξει. Θα είναι εκείνοι οι μοναδικοί που όσο κι αν έχουμε προσπαθήσει μάταια θα γίνουν παρελθόν.
Ίσως να είναι οι ίδιοι που από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας «τρώγαμε» ο ένας τις σάρκες του άλλου. Που η σχέση μας έμοιαζε ταινία με εναλλαγές σκηνών σε αστραπιαία ταχύτητα. Που από τη μια οι εντάσεις μας που ήταν ικανές να προκαλέσουν διπλωματικά επεισόδια κι από την άλλη το πάθος, η λατρεία κι οι εκδηλώσεις αγάπης, μάς έκαιγαν ολόκληρους. Ίσως να ήταν μια σχέση από απόσταση που δεν ξέραμε αν θέλαμε στο τέλος να την κρατήσουμε έτσι ή να την εκμηδενίσουμε. Μια σχέση που το πολύ ή το περισσότερο θα ήταν πάντα το ελάχιστο των συναισθημάτων μας.
Όχι δεν κρατάνε αυτοί οι έρωτες. Οι μικρές ή μεγάλες χαρές γίνονται κουκκίδες σ’ έναν χάρτη πόνου. Κι όπως συμβαίνει σε όλους τους έρωτες, προσπαθείς μετά το τέλος τους να τους αφήσεις πίσω σου και να προχωρήσεις. Πόσο γελασμένοι είμαστε. Διότι αντιλαμβανόμαστε πως όσο εμείς προχωράμε εκείνοι έχουν αγκιστρωθεί πάνω μας και μας συνοδεύουν.
Ακόμη κι όταν όλα θα έχουν τελειώσει -κι ίσως το τέλος να είναι η μόνη λύση που θα έχουν ως επιλογή- ακόμη και αν το έχουμε συνειδητοποιήσει, θα ζουν μέσα μας. Θα υπάρχουν και μάλιστα ως ευχάριστες αναμνήσεις, γιατί το οδυνηρό είναι να κρατάμε μόνο τις ευχάριστες, ευχόμενοι να μπορούσαμε κάποτε να τις ξαναζήσουμε. Θα νοιαζόμαστε ακόμη και μετά από πολλά χρόνια γι’ αυτούς και θα μάθουμε ν’ αποδεχόμαστε την πραγματικότητα, όσο προχωράμε στη ζωή μας, έχοντας στα χείλη μας εκείνη τη γεύση, κατά καιρούς, της ανικανοποίητης τροφής που δε μας χόρτασε.
Οι έρωτες αυτοί δεν κρύβουν εγωισμό. Δεν έχουν τάσεις καταστροφής. Ξέρουμε πως είναι άνευ όρων κι έτσι θα τους κρατήσουμε. Δε γίνονται αναμνήσεις. Κινούνται ανάμεσα στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον και μπαίνουν στα πόδια μας σαν τρικλοποδιά. Απλώς, με την πάροδο του χρόνου μαθαίνουμε να υπερπηδάμε τα εμπόδιά τους για να μην πέφτουμε. Οι έρωτες αυτοί είναι σαν τα σημάδια της ανεμοβλογιάς που όλοι τα έχουμε ξύσει μην αντέχοντας τη φαγούρα κι όταν πέρασε, μας έμειναν οι ουλές να μας τους θυμίζουν.
Κάποτε αναρωτηθήκαμε αν προσπαθήσαμε ή αν τελικά θα έπρεπε να δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία. Σ’ αυτούς τους έρωτες, όμως, δεν αξίζει η δεύτερη ευκαιρία. Το μόνο που τους αξίζει είναι να συμφιλιωθούμε μαζί τους και με την ιδέα πως ήταν και θα είναι μέρος της ζωής μας. Έτσι κι αλλιώς θα τους αναβιώνουμε καθημερινά. Μας δίδαξαν, μας προσέφεραν, μας ανέβασαν στους ουρανούς, μας κατέβασαν στα τάρταρα κι αυτό είναι μέρος του μεγαλείου τους. Τους έρωτες αυτούς κανείς δεν μπορεί να μας τους πάρει, αλλά ούτε και να μας τους δώσει πίσω. Θα είναι πάντα δικοί μας χωρίς να είναι ποτέ ξανά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου