-Τι θα φάμε αύριο;
-Τις σάρκες μας.
Πάμε να ερμηνεύσουμε αυτή τη μικρή ερωτηματική προτασούλα, όχι με την κυριολεκτική της έννοια. Να ξεχάσουμε λίγο το συμβατικό και να χαθούμε στη μετάφραση ή καλύτερα να δώσουμε τη δική μας μετάφραση.
«Τι θα φάμε αύριο;» θα μπορούσε να είναι ένα φραστικό σινιάλο στη γλώσσα των ζευγαριών που ξεκινάνε μόλις τη σχέση τους. Και πολύ απλά η απάντηση είναι αυτή που ξεχωρίζει τα ζευγάρια, στα γεμάτα πάθος και ένταση και σε ‘κείνα τα συνηθισμένα ρουτινιάρικα, τα μάλλον ακολουθούμενα από τους νόμους της πεπατημένης των σχέσεων.
«Τι θα φάμε αύριο;» λοιπόν. Γιατί πρέπει να ρωτήσουμε; Πρωτίστως σε έναν έρωτα δεν είναι το ζητούμενο η επόμενη μέρα. Δε σκεφτόμαστε με το που γνωρίζουμε τον άλλον τι θα σχεδιάσουμε μαζί του. Δεν έχουμε γενικά μυαλό να σκεφτόμαστε κάτι τέτοιο. Μας το έχουν πάρει, το έχουν ρουφήξει, το έχουν κάνει σμπαράλια. Χιλιάδες μικρά κομματάκια έξαψης, που σκορπάνε στους πέντε ανέμους όλη τη λογική που μαζεύαμε τόσα χρόνια μέσα στα καλά τακτοποιημένα μυαλουδάκια μας. Έτσι λοιπόν, πού μυαλό για αύριο!
Τι να το κάνουμε άλλωστε το αύριο. Το αύριο είναι για τους οργανωμένους, τους απόλυτα συγκεντρωμένους στη σχέση. Αυτούς που έχουν σχεδιάσει επόμενες και μεθεπόμενες μέρες. Αυτούς που ρωτάνε τι θα φάμε αύριο και έχουν σκεφτεί και τη θεσούλα στην κατάψυξη, αν περισσέψει φαγητό. Πόσο μίζερο δεν είναι αυτό; Και θα μου πείτε πώς είναι δυνατόν να ξεκινάμε χωρίς να έχουμε οργανώσει τα της σχέσης μας. Έλα μου όμως που εδώ είναι η μαγκιά μας!
Γιατί μωρέ θα πρέπει μόλις κάνουμε μια σχέση να αρχίζουμε να την κάνουμε κοινότυπη, να τη βάζουμε σε καλούπια; Ας την αφήσουμε να ξεχυθεί, να βγει σε λιβάδια, να μαζέψει αγριολούλουδα της Άνοιξης χωρίς να σκεφτεί αν θα λερώσει παπούτσια. Να κυλιστεί πάνω σε ιδρωμένα σεντόνια ξανά και ξανά χωρίς να πρέπει να τα βγάλει και να βάλει τα καθαρά κολλαριστά. Να πέσει από τα σύννεφα με ελεύθερη πτώση, να φάει εκατοντάδες μαύρες σοκολάτες υγείας, κόντρα σε δίαιτες μηνών. Να την αφήσουμε να κάνει ό,τι γουστάρει.
Να δούμε τον σύντροφό μας, σαν να είναι η πρώτη και η τελευταία φορά μας. Ξέρετε, από ‘κείνες που κρατάς μαζεμένα γιατί ντρέπεσαι να τα πεις και περιμένεις να περάσει λίγο ο καιρός για να τα φανερώσεις. Για μαζεμένα είμαστε; Έχει το «σ’ αγαπώ» χρόνο; Ορίζει κανείς πόσες μέρες χρειάζεται για να ερωτευτείς; Καμία μέρα, τίποτα. Ένα δευτερόλεπτο, μια ματιά, ένα απειροελάχιστο πέρασμα από την αιωνιότητα.
Θα πρέπει να περιμένουμε δηλαδή να μπούμε στο καλούπι της λογικής και να αφήσουμε να περάσει ο χρόνος, για να μη νομίζει ότι είμαστε στον κόσμο μας; Αυτή είναι η μαγκιά ρε γαμώτο. Να αλλάξουμε τον κόσμο μας για εκείνους. Να χαλάσουμε συμβόλαια και ομερτά περί σχέσεων και δηλωμένων σ’ αγαπώ. Να πούμε πως είμαστε ερωτευμένοι αμέσως όταν το νιώσουμε. Να πούμε σ’ αγαπάω την ίδια μέρα και να αφήσουμε πίσω μας τους άλλους, να είναι στο σούπερ μάρκετ για να αγοράζουν υλικά σκεπτόμενοι τι θα φάνε αύριο.
Και ξέρετε ποια θα ήταν η ωραιότερη απάντηση σε κείνους που θα έρθουν μέσα στην αφέλεια της συμβατικής τους καθημερινότητας, να μας ρωτήσουν «τι θα φάμε αύριο;». Τις σάρκες μας, θα φάμε. Ε ναι! Γιατί ο έρωτας θα μας κρατάει πεινασμένους μόνο για εκείνους και χορτάτους. Δε θα πάθουμε τίποτα. Μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς φαγητό. Χωρίς έρωτα και δηλωμένα σ’ αγαπώ όμως θα λιώσουμε. Θα κοιτάζουμε τον εαυτό μας στον καθρέπτη και θα τον βλέπουμε αδιάφορο και τόσο άχρωμο ή μπορεί και να μην τον βλέπουμε καν.
Ζούμε το σήμερα του έρωτα. Ζούμε τις στιγμές χωρίς προγραμματισμό. Ξεχνάμε λίστες υλικών για να μαγειρέψουμε τη ρουτίνα. Και στην τελική, θυμόμαστε πως εμείς οι ίδιοι γινόμαστε τα υλικά. Ας μαγειρέψουμε λοιπόν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου