Όλοι -και δε λέμε οι περισσότεροι- έχουμε νιώσει τον πόνο, την πίκρα, την απόρριψη έστω και μια φορά στη ζωή μας. Είτε αυτό προερχόταν από μια ερωτική σχέση, είτε από φίλους, είτε ακόμη και στο εργασιακό μας περιβάλλον. Μετά το πρώτο σοκ, τη θλίψη και τον θυμό έρχεται και το ξέσπασμα μέσω της επιθυμίας μας για εκδίκηση. Και φυσικά δε θα πούμε πως αυτό δεν είναι ανθρώπινο ως έναν βαθμό, γιατί όταν αισθανόμαστε πως μας έχουν αδικήσει ή προδώσει ή «πουλήσει», τα αντίποινα είναι η ενστικτώδης απάντηση που θα έχουμε να δώσουμε. H λίγο πιο σκοτεινή, η πιο πρωτόγονη.
Εκδίκηση αναζητούμε γιατί μας πνίγει το δίκιο, γιατί μάθαμε στη ζωή πως η απονομή δικαιοσύνης αργεί να έρθει ή δεν έρχεται και ποτέ δημιουργώντας μας την ψευδαίσθηση πως θα έρθει η κάθαρση μέσω της αυτοδικίας. Έτσι λοιπόν σ’ ένα παράλληλο ηθικό σύμπαν θα πούμε «θέλω να πονέσεις όπως με πόνεσες», «θέλω να υποφέρεις για όλα όσα μου προκάλεσες». Γιατί αυτό είναι η εκδίκηση. Η άμυνα απέναντι στον πληγωμένο μας εγωισμό. Κι ίσως αυτό να είναι μια σκέψη που θα ελαφρύνει τον πόνο θεωρητικά.
Μέχρι που το μυαλό μας αποκτά φαντασία σεναρίου κι αρχίζει να σχεδιάζει τους τρόπους και τις εκτελέσεις για να πάρει εκδίκηση. Κι απορούμε ακόμη και ‘μεις οι ίδιοι πώς γεννιούνται όλες αυτές οι ιδέες μέσα μας. Βασικά, απορούμε με τον εαυτό μας που χαμογελάει σαν άλλος Τζέφρι Ντάμερ τρίβοντας από χαρά τα χέρια του. Μέχρι που η λογική ξυπνάει από τον λήθαργό της κι αρχίζει να μας βάζει στη θέση μας. Γιατί θα πρέπει να πληρώσουμε με το ίδιο νόμισμα; Γιατί θα πρέπει να ρίξουμε το επίπεδό μας στα πατώματα; Κι ακόμη κι αν το κάναμε, τι θα είχαμε κερδίσει στην τελική;
Η σοφή γιαγιά μου έλεγε «πως έχει ο θεός γυρίσματα και το κάρμα πάντα επιστρέφει συμπεριφορές». Η καλύτερη εκδίκηση είναι η αδιαφορία. Η καλύτερη εκδίκηση είναι να σταυρώσουμε τα χέρια και να περιμένουμε τον χρόνο, για ν’ απολαύσουμε τις συνέπειες των επιλογών τους. Αδιαφορούμε δε σημαίνει ότι παύουμε να θυμόμαστε, σημαίνει πως προχωράμε και συνεχίζουμε τις ζωές μας. Όλοι κι όλα επιστρέφουν κάποια στιγμή στο σημείο εκκίνησής τους.
Πολλές φορές μπερδεύουμε την εκδίκηση με την άμυνα που είναι περισσότερο ένστικτο αυτοσυντήρησης. Θα προστατέψουμε τη ζωή μας και θα λειτουργήσουμε με όλα εκείνα τα δεδομένα για να σώσουμε τον εαυτό μας. Κι αυτό δε λέγεται εκδίκηση. Αυτό λέγεται προστασία, λέγεται αγάπη προς τον εαυτό μας. Έχω βιώσει πολύ έντονα το συναίσθημα της εκδίκησης σχετικά πρόσφατα. Κι έχω πιάσει τον εαυτό μου όταν χτυπιόταν στα πατώματα να λέει πως το μόνο που θέλω είναι να έρθει η Θεία Δίκη και να βρεθεί στην ανάλογη με τη δική μου θέση. Το αποτέλεσμα των επιλογών του, η τροπή της ζωής του ήταν τελικά η απομυθοποίηση, η αποκαθήλωση στα μάτια μου κι η επιβεβαίωση πως καμιά φορά δε χρειάζεται να κάνουμε τίποτα εμείς, απλώς να παρατηρούμε τη μαγική ικανότητα που έχουν οι άλλοι να καταστρέφουν τη ζωή τους αργά και σταθερά σε βάθος χρόνου.
Και φυσικά είχα δύο επιλογές. Η πρώτη ήταν να αναζητήσω μια κούφια δικαίωση καταλήγοντας να ζω με μια ψευδαίσθηση πως θα λυτρωθώ από τον πόνο κι η δεύτερη ήταν να προχωρήσω και στο τέλος να δώσω συγχώρεση, μετατρέποντας τον πόνο και την επιθυμία της εκδίκησης σε παραδοχή της αποτυχίας που θα είχα, αν συνέχιζα μ’ έναν άνθρωπο που αποδείχθηκε πως δεν ήταν για μένα. Ο πόνος είναι σύντροφος και φίλος μας για πολύ καιρό όταν κάποιοι φεύγουν από τη ζωή μας. Αλλά η ηθική της εκδίκησης αφήνοντας τους άλλους με τις συνέπειες των επιλογών τους, ακόμη κι αν αυτό γίνει μετά από καιρό, γιατί θα γίνει κάποτε, είναι η δική μας επιβράβευση.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου