Εις μνήμην του μεγάλου Νότη Μαυρουδή.
Τα τραγούδια είναι οι μελωδικές λέξεις που δεν ξέραμε ότι θέλουμε να πούμε. Γι’ αυτούς που τα γράφουν, για κείνους που τα μελοποιούν, για τους ερμηνευτές και τέλος για όλους εμάς, είναι κομμάτι μας αναπόσπαστο. Που στο άκουσμά τους ξεδιπλώνουμε πτυχές της ζωής μας, ταυτίζουμε στιγμές και γεγονότα και καταλήγουμε να τα κάνουμε τόσο δικά μας που κάποια από αυτά μας συντροφεύουν για όσο πορευόμαστε. Κάθε τραγούδι λοιπόν για όλους τους παραπάνω λόγους έχει την ιστορία του. Και μια τέτοια ιστορία κουβαλάει και το σημερινό μας τραγούδι. Μια ιστορία με πρωταγωνιστή τον στιχουργό-ποιητή Άλκη Αλκαίο και συνθέτη τον Νότη Μαυρουδή.
«Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό,
στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο»
Και για τον Άλκη Αλκαίο ήταν ρεπό διαρκείας από τη ζωή καθώς σοβαρά προβλήματα υγείας τον κρατούσαν κλεισμένο στο σπίτι του και για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο κρεβάτι, με παρέα και φροντιστή τον πατέρα του. Κι είναι ελάχιστες οι φορές που δέχτηκε να μιλήσει, ίσως μια δυο φωτογραφίες του να μας κάνουν να τον αναγνωρίζουμε.
«Κι εγώ σε ζητάω σαν πρωινό τσιγάρο και σαν καφέ πικρό»
Γύρω στο 1980 μια μέρα που χάραζε, με πρωινό τσιγάρο και καφέ πικρό, γεννιέται το ποίημα «Πρωινό Τσιγάρο». Και μαζί μ’ αυτό γεννιέται και η επιθυμία του Άλκη Αλκαίου να μελοποιηθεί και να ερμηνευθεί από τον Μάνο Λοΐζο. Έναν εκ των πιο σπουδαίων Ελλήνων συνθετών. Ο μουσικός των αγώνων, της ελευθερίας, της φιλίας και του έρωτα. Οι δρόμοι θα ‘χουν τη δική τους μουσική ιστορία χάρη σ’ αυτόν και πάντα όλα θα τον θυμίζουν. Το τραγούδι έχει συνδεθεί με τον Μάνο Λοΐζο. Όχι ως αφιερωμένο σ’ αυτόν αλλά ως την επιθυμία του στιχουργού που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ο Άλκης Αλκαίος δεν τον γνώριζε προσωπικά. Έτσι μέσω κοινού γνωστού φρόντισε το τραγούδι να φτάσει στον Μάνο Λοΐζο όσο αυτός νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο της Μόσχας. Ο Λοΐζος εξέφρασε την επιθυμία στην επιστροφή του να μελοποιήσει το τραγούδι. Μια επιθυμία όμως που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Πέθανε στις 17 Σεπτεμβρίου 1982 στο νοσοκομείο της Μόσχας.
«Άδειοι οι δρόμοι δε φάνηκε ψυχή
και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη Δύση»
Μαζί με το θάνατο του Μάνου Λοΐζου ο στιχουργός έθαψε και την επιθυμία του να μελοποιηθεί το ποίημα. Έτσι το συμπεριέλαβε στην ποιητική του συλλογή «Εμπάργκο». Μέχρι να εμφανιστεί στη ζωή του ο Νότης Μαυρουδής.
«και γω σε γυρεύω σαν μοιραία λύση
και σαν Ανατολή και σαν Ανατολή»
Το «Πρωινό Τσιγάρο» είχε μια ανατολή να διανύσει ακόμη για όλους εμάς που ψάχναμε τον προορισμό μας. Κι αν ο Άλκης Αλκαίος είχε αποφασίσει πως το τραγούδι δε θα μελοποιούνταν ποτέ ο Νότης Μαυρουδής το μελοποίησε ερήμην του στον δίσκο «Στην όχθη της καρδιάς μου». Και η μοιραία λύση ήταν μονόδρομος. Η έγκριση του ποιητή για να κυκλοφορήσει. Ο ίδιος ο στιχουργός αρνήθηκε στο Νότη Μαυρουδή προβάλλοντας την αρχική του επιθυμία, ή ο Μάνος Λοΐζος ή κανείς. Εκεί επενέβη ο πιο στενός φίλος του Άλκη Αλκαίου, ο Θάνος Μικρούτσικος για λογαριασμό του Νότη Μαυρουδή, ο οποίος κι έπεισε τον στιχουργό για την συναίνεσή του. Το τραγούδι κυκλοφόρησε στο άλμπουμ του Νότη Μαυρουδή «Μικρές νυχτερινές μουσικές».
Ο Νότης Μαυρουδής, που υπήρξε ένας σπουδαίος συνθέτης και χάρισε στην Ελλάδα κι ολόκληρο τον κόσμο το πιο υπέροχο πρωινό τσιγάρο, ήταν ένας άνθρωπος που έντυσε με μελαγχολία και νοσταλγία σπουδαία τραγούδια, γεννήθηκε στη φτώχεια κι έπιασε στα χέρια του κιθάρα πριν πιάσει μολύβι. Έφυγε από τη ζωή χθες το βράδυ. Με ανάρτηση του γιου του επιβεβαιώθηκε η είδηση λέγοντας πως «Αν κάτι χαρακτήριζε τον πατέρα μας ως άνθρωπο, ήταν η καλοσύνη του, το ήθος και η σεμνότητά του. Με τον ίδιο σεμνό τρόπο σας ανακοινώνουμε τον ξαφνικό θάνατό του. Η πολιτική κηδεία του θα γίνει στο Χαλάνδρι τις επόμενες ημέρες. Η γυναίκα του Βάσω, τα παιδιά του Ροδή και Χάρης και τα εγγόνια του Ιάσονας, Αριάδνη, Έλλη και Οδυσσέας.»
Το καλλιτεχνικό στερέωμα έσπευσε να δώσει τα συλλυπητήριά του για τον μεγάλο συνθέτη, με την Τάνια Τσανακλίδου, που συνεργάστηκε μαζί του, να λέει: «Ο Νότης Μαυρουδης: Ένας σοβαρός άνθρωπος, ένας υπέροχος μουσικός, ένας τρυφερός συνθέτης ταλαντούχος και γενναιόδωρος δεν είναι πια μαζί μας. Τιμή μου που τον γνώρισα και συνεργάστηκα μαζί του. Δυο αράδες από ένα τραγούδι του που έχω πει: «Ποτέ δεν είν’ αργά για να ματώσεις, ποτέ δεν είν’ αργά να γιατρευτείς.» και μια φωτογραφία με την Ελένη, την Αρλέτα και τον Μανώλη από τις ηχογραφήσεις του δίσκου «Ίσως φταίνε τα φεγγάρια».
«Βγήκε ο ήλιος το ράδιο διαπασών
μ’ ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιον Τάσο
κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο
σ’ ένα καρέ τυφλών σ’ ένα καρέ τυφλών»
Ο Θάνος Μικρούτσικος είχε πει για τον Άλκη Αλκαίο πως «Μιλάει για έρωτες θυελλώδεις, για έρωτες αδιέξοδους, μιλάει και προφητεύει τον αποκλεισμό της γενιάς μας. Γράφει στίχους-κλειδιά που ξεκλειδώνουν κι εκφράζουν τη δραματική συγκυρία, είτε πρόκειται για το Ατομικό, είτε πρόκειται για το Όλον. Οι στίχοι του αφορούν τον καθένα από εμάς ξεχωριστά, αλλά και όλους μαζί».
Για τον Μαυρουδή πάλι, τι να πει κανείς. Ένας άνθρωπος που γεννήθηκε στη φυλακή, μελοποίησε Ελύτη και συνεργάστηκε με τον Χατζηδάκι, που μας χάρισε -εκτός όλων των άλλων- σε μια θεϊκή στιγμή σύμπραξης ένα τραγούδι που άπαξ κι ακούσεις, δεν ξεχνάς ποτέ. Σε συνέντευξή του στο studio 4 ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε για το πώς βιώνει τις συναυλίες του είπε: «Δε θα ξεχάσω ποτέ τη συναυλία που έγινε στο Ολυμπιακό Στάδιο με τη Χαρούλα Αλεξίου και τον Γιώργο Νταλάρα. Ξαφνικά σβήνουν όλα τα φώτα κι ο κόσμος άρχισε να ανάβει τους αναπτήρες. Να βλέπεις αυτό το θέαμα, 80.000 ανθρώπων με έναν αναπτήρα, να βλέπεις τις φλογίτσες αυτές. Είχα συγκλονιστεί, δε μπορούσα να το πιστέψω ότι αυτή η δοξασία με παίρνει κι εμένα μέσα.»
Μας πήρες και μας μέσα, μεγάλε Νότη Μαυρουδή. Σε ένα ραδιόφωνο μ’ ένα πρωινό τσιγάρο κι ένα καφέ πικρό, με θύμισες και πίκρες, όταν πρώτακούσαμε όλοι μας το τραγούδι. Για ‘κείνη την ανατολή που περιγράφει και θέλουμε όλοι στη ζωή μας. Για κάφε φορά που κάποιος φεύγει, κάποιος περιμένει και σε ζητάει σαν πρωινό τσιγάρο και σαν καφέ πικρό. Κι αυτό είναι η ζωή. Κάπου εδώ έχω αφήσει το πακέτο μου…
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου