Ήταν μια σχέση που από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους θύμιζε μια παρτίδα σκάκι. Γελούσαν κι οι δυο τους γι’ αυτό. Είχαν ορίσει ότι θα είναι μια κλειστή παρτίδα μεταξύ τους. Δεν κρατήθηκε κανένα πρόσχημα. Άλλωστε τα προσχήματα είναι για τους μικροπρεπείς και δειλούς. Όταν απλώνεις τα πιόνια στη σκακιέρα αποφασίζεις ότι το παιχνίδι θα πάει μέχρι το τέλος. Ενδίδεις στην πρόκληση και προσκαλείς: «Έλα να παίξουμε».
Έτσι ξεκίνησε ένα απόγευμα του Φλεβάρη. Αποκαλυπτική, παθιασμένη με ένταση. Δεν είχαν ξαναπαίξει ποτέ τους σκάκι. Θα καθόταν απέναντι ο ένας στον άλλον υποσχόμενοι ότι θα τους έβρισκαν πολλά παιχνίδια μαζί. Η εγκεφαλική τους χημεία τσάκιζε. Απανωτές εκρήξεις. Τα μυαλά τους τρέφονταν από την ερωτική παράνοια και των δυο. Δεν ήταν παρτίδα, ήταν πόλεμος. Παίζανε παθιασμένοι, παρέλυαν και στο τέλος εξόντωσαν το μυαλό και το σώμα τους.
Ο ένας παίχτης, σηκωνόταν πιο δυνατός μετά από κάθε μάχη. Αναζητούσε λύτρωση ψυχής. Ξεγύμνωσε το βασιλιά του και τον έσπρωξε πάνω στον αντίπαλο. Ήθελε να πάρει ό, τι άντεχε να δώσει. Ήθελε να το ζήσει. Έρωτα το ονόμασε. Ο άλλος τον παρέδωσε αβίαστα. Κανείς δε διάλεξε ποιος θα ξεκινήσει πρώτος. Η μοίρα, η τύχη, μια σύμπτωση τους ένωσε. Αποφάσισαν όλες μαζί για τη γνωριμία τους. Δεν ακολούθησε κανέναν κανόνα.
Ναι σε όλα κι όλα μαζί. Ο μόνος όρος που έθεσαν στο παιχνίδι τους. Ένα παιχνίδι δύο ανθρώπων που απαιτεί κυρίως τον ανάλογο δείκτη ευφυΐας. Και η παρτίδα συνεχίζεται. Κοιτάς τα μάτια του άλλου και προσπαθείς να εκμαιεύσεις τις κινήσεις του. Και τα δικά τους μάτια ήταν καθαρά. Τα βλέμματά τους αγαπήθηκαν. Είχαν καταλήξει ότι μόνο αλήθειες θα έβλεπε ο ένας στον άλλον. Γιατί στα μάτια και των δύο έλαμπε η ψυχή τους. Κι η ψυχή δε δίνει εξηγήσεις. Αναζητά τη λύτρωση.
Κι η παρτίδα συνεχίζεται. Κι όσο ο χρόνος περνάει δε χρειάζεται πια ούτε βλέμματα, ούτε λόγια. Μόνο αφουγκράζεσαι. Διαβάζεις τις ανάσες, σταματάς στις στιγμές και δίνεις στη ζωή σου μια μικρή παράταση, τόση, όση χρειάζεται για να αποσυντονιστείς από τις εργοστασιακές σου ρυθμίσεις μέχρι τον επόμενο προγραμματισμένο σου έλεγχο.
Τα πιόνια λιγοστεύουν. Η παρτίδα τελειώνει και κανείς δεν προετοίμασε τον άλλον για τη διαχείριση της ήττας. Το ματ των ανόητων. Το συντομότερο ματ στο σκάκι. Τα πιόνια έπεσαν. Η τύχη όρισε τελικά και το τέλος τους. Δεν τους άξιζε τέτοιο τέλος.
Τρόμαξαν. Δεν έμαθαν να παίζουν χωρίς τη λογική τους. Ακόμα και σ΄ αυτό δεν ήταν συνηθισμένοι. Δε ζήτησαν καμία συγνώμη. Προκάλεσαν την παρτίδα αλλά δεν προετοίμασαν το τέλος της. Δεν κατάλαβαν ποτέ ο ένας για τον άλλον, ότι το πολύ, το περισσότερο που είχαν να δώσουν θα ήταν πάντα το ελάχιστο μπροστά του. Αποδείχθηκε, ο καθένας τους, ένας δήθεν παίκτης. Ένας επιτήδειος τσαρλατάνος συναισθημάτων.
Κι όταν η παρτίδα έκλεισε, «τακτοποίησαν» τις ψυχές τους που απέμειναν να ορίζουν το «όλα μαζί», σαν να ακούστηκε ένα γέλιο όμως, όπως αρέσκονταν για όλες τις υποσχέσεις που λάμβανε σε κάθε κίνηση που εκτυλισσόταν, τελείωσαν κι οι παρενθέσεις που ορίσανε για το παιχνίδι τους, μέχρι να έρθει κι ο θυμός, για όλα όσα τάχθηκαν μα έμειναν τελικά μια υπόσχεση.
Η σκακιέρα μαζεύτηκε και κλείδωσε στο κουτάκι του μυαλού τους. Το μόνο που έμεινε· μια τρέλα να πλανάται, ως τρόπαιο για να θυμίζει την αποκαθήλωση μιας άδοξης παρτίδας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου