Δεν πίστευα στα παραμύθια. Πάντα προτιμούσα να γράφω τα δικά μου και να ορίζω εγώ την αρχή και το τέλος τους. Να δίνω εγώ μορφή στον ήρωά μου, να ονειρεύομαι και να τους δίνω ένα happy end γιατί μόνο αυτό θα άξιζε μέσα στην άχαρη καθημερινότητά μας.
Κι όσο το χαρτί και το μολύβι περιμένανε για να ζωντανέψουν, εγώ μιζέριαζα στη συναισθηματική μου απραξία, στην αδράνεια που με σκότωνε και με παρέσυρε στον δικό της εγκλεισμό, η μοίρα, το σύμπαν, το τυχαίο, το απρόβλεπτο, όλα μαζί συνωμότησαν και ξαφνικά εμφανίζεται στη ζωή σου εκείνο το ένα άτομο.
Πόσο δίκιο έχουν όσοι λένε ότι τα δυνατά στη ζωή μας έρχονται όταν δεν τα περιμένεις. Έρχονται όταν σταματάς να ελπίζεις. Κι συ αρχίζεις να ξεδιπλώνεις τα κομμάτια σου, να φανερώνεσαι, να ανοίγεις τα χαρτιά σου, να ξεκλειδώνεις τα κουτάκια του μυαλού σου, να εισπράττεις το χαμόγελο και την επιθυμία του άλλου να σ’ ακούσει, να σε νιώσει, να ρουφήξει τις στιγμές σου. Γιατί τι άλλο είναι η ζωή μας εκτός από στιγμές. Το χαρτί και το μολύβι έχουν αρχίσει τη δουλειά τους.
Και σένα δε σε νοιάζει αν φανερώνεσαι. Σου αρέσει κι όσο σου αρέσει θα το κάνεις. Γιατί αυτό έμαθες να κάνεις στη ζωή σου. Να μην κρατάς κρυφά. Να δίνεις την ειλικρίνειά σου και να απαιτείς την ανάλογη. Κι όσο εισπράττεις το χαμόγελο της βεβαιότητας, θα είσαι εκεί. Δοτικός, ενθουσιασμένος, ονειροπόλος, ερωτευμένος. Τολμάς να τα δώσεις όλα. Να προσφέρεις τον εαυτό σου. Κτητικός, απαιτητικός, ζηλιάρης, ετοιμοπόλεμος. Κι εκείνος ο άνθρωπος να γίνεται το κέντρο του κόσμου σου και της ζωής σου. Καμία αντίσταση, κανένας φραγμός.
Παλεύεις με τον εαυτό σου στα όρια της διακριτικότητας. Μάταια. Γιατί στη ζωή σου αξίζει να ζήσεις μια ιστορία της προκοπής, που θα σε κάνει να λες ότι δε βούλιαξες μέσα σε ένα τίποτα όπως οι περισσότεροι γύρω σου. Γιατί έχεις τα θέλω σου και κείνα απαιτούν, φωνάζουν να τα αποκαλύψεις.
Θέλεις να ξυπνάει να ανοίγει το τηλέφωνο και να διαβάζει την καλημέρα σου.
Θέλεις να χαμογελά όλη μέρα και να γίνεσαι η αιτία του χαμόγελου.
Θέλεις να διαβάζει τα κείμενα που γράφεις και να ξέρει ότι είναι κομμάτι τους.
Θέλεις να τραγουδάς μελωδίες με στίχους που έγραψες για ΄σας.
Θέλεις να ζωγραφίζεις με στιγμές τη ζωή του, με φωτεινά χρώματα, σε ένα τεράστιο καμβά που πάντα θα μένει ένα κομμάτι που θα έχεις ξεχάσει και θα σε περιμένει να βάλεις την πινελιά σου.
Θέλεις να μετράς ανάσες, να καταγράφεις στο μυαλό σου όλα τα χαρακτηριστικά που έχει.
Θέλεις να μιλάτε. Για τα πιο ασήμαντα και τα πιο σημαντικά. Για ό, τι σας κάνει να γελάτε και για ό, τι σκοτείνιασε τη μέρα σας.
Τίποτα δεν είναι εύκολο και τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Όταν θα έρθει αυτό το «πάντα» γιατί θα έρθει, θα το σκέφτεσαι και θα χαμογελάς με τόση αγάπη για ό, τι σου πρόσφερε και για ό, τι χάρισες πίσω.
Και χάρισες όλα τα σ’ αγαπώ σου. Και φρόντισες να τα λες κάθε στιγμή. Και να τα υπενθυμίζεις. Έτσι ολόκληρο, δυο λέξεις, σ΄ αγαπάω.
Γιατί «σ’ αγαπάω» σημαίνει ότι από τη μέρα που ήρθες στη ζωή μου και για όσο αντέξουμε, μόνο αυτό μπορώ να κάνω. Να σ’ αγαπάω.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου