Τελείωσε. Και ‘γω δε θα σε γυρίσω πίσω. «Μα καλά δε θα παλέψεις;» η φράση που παίζει στο τραπέζι και ρίχνονται στοιχήματα στο όνομά της, μέχρι του σημείου των αντοχών μου. Όχι δε θα παλέψω ή καλύτερα, επειδή η λέξη μου φέρνει στο μυαλό αγριότητα και θυσία, θα χρησιμοποιήσω το «δε θα προσπαθήσω».
Δε θα προσπαθήσω λοιπόν, όχι γιατί δε θέλω -τα νύχια μου έχουν ήδη μπηχτεί στη σάρκα του χεριού μου προσπαθώντας να νικήσω την επιθυμία να προσπαθήσω- όμως δε θα το κάνω. Οι άνθρωποι νομίζουμε πως κάνοντας προσπάθειες κι αγώνα για να κρατήσουμε ζωντανό ό,τι έχει ήδη δηλωθεί ως θάνατος, νιώθουμε σούπερ ήρωες. Τίποτα δε νιώθουμε. Έναν κουρελιασμένο εγωισμό περιφέρουμε τον οποίο ντύνουμε και ξεντύνουμε με ευφάνταστους τρόπους για να τον πλασάρουμε μήπως και σωθούμε από τη θλίψη, τη ματαιότητα και τον πόνο που έχουμε περιπέσει.
Επειδή λοιπόν εγώ τον δικό μου εγωισμό τον έχω σκοτώσει εδώ και πολύ καιρό, εκείνο που οφείλω να κάνω για τον εαυτό μου είναι να περισώσω τα ελάχιστα που απέμειναν ως εφόδια για την επόμενη μέρα του «χώρια». Ξέρετε, εκείνη τη χώρα που επισκεπτόμαστε όλοι και την οποία συχνά αρνούμαστε ως επιλογή, αλλά το εισιτήριο είναι δωρεάν και μας έρχεται ως νικητήριο δώρο σε μια αυτόματη κληρωτίδα. Σ’ αυτή λοιπόν τη χώρα που και ‘γω η ίδια ταξιδεύω, έχω το δικαίωμα να φτιάξω τη βαλίτσα μου όπως θέλω.
Αποφασίζω λοιπόν να μην τη γεμίσω με όμορφες στιγμές και με υπέροχες αναμνήσεις που σκοτώνουν, όταν το μυαλό τις αναμοχλεύει. Αποφασίζω να τη φουλάρω με όλα εκείνα που εσύ δεν έκανες για ‘μας. Εκείνα που στα μάτια μου φάνταζαν λίγα και που καθημερινά ανακάλυπτα πάνω σου. Γιατί, λένε, πως οι άνθρωποι όταν αγαπάνε δεν πληγώνουν. Όταν αγαπάνε θεοποιούν, πιστεύουν, λατρεύουν. Δουλεύουν καθημερινά για μια σχέση κι ένα «μαζί». Δείχνουν εμπιστοσύνη και χτίζουν «αύριο». Ξέρουν πως από όσους έχουν γνωρίσει έκαναν την καλύτερη επιλογή κι επενδύουν επάνω της. Εσύ δεν ήσουν ποτέ ένας από αυτούς.
Λένε πως στις σχέσεις υπάρχει ένα «πρέπει» κι ένα «αλλά». Στη δική μας σχέση το «πρέπει» είναι αυτό που καλούμαι να υπερασπιστώ τώρα. Πρέπει να σε κατεβάσω λοιπόν στα μάτια μου, τόσο, όσο να μη χρειαστεί να κάνω τίποτα άλλο για μας. Πρέπει να σε ρίξω στα τάρταρα, εκεί που εσύ με έστειλες, με τη μόνη μας διαφορά πως εσύ δε θα χρειαστεί να βιώσεις πώς είναι να φτάνεις ως εκεί, γιατί θα συμβεί μέσα μου μόνο, παρέα με την απουσία σου. Πρέπει να σε «αποτελειώσω» στο μυαλό μου, όπως το έκανες εσύ με τη ζωή σου. Να αφήσω τους λογαριασμούς μας να κλείσουν, όχι γιατί ήσουν εντάξει στο ταμείο της κοινής μας ζωής και τους αποπλήρωσες, αλλά γιατί ήσουν τόσο αφερέγγυος, που στο τέλος σε διέγραψα ως μη εισπρακτέα οφειλή που παραγράφηκε.
Μήπως τελικά δεν ήσουν και τίποτα; Μήπως ήσουν μόνο η ανάγκη της δικής μου ψυχής ν’ αγαπήσει και να ωραιοποιήσει ό,τι είχα σε πιο κοντινό, μόνο και μόνο για να πορεύομαι χωρίς τη μοναξιά μου παρέα; Φλας μπακ, πρώτο και τελευταίο: Έβαλες τις κόκκινες γραμμές σου κι όρισες τον έρωτα όπως εσύ ήθελες. Ακολούθησα την πορεία σου γιατί ο έρωτας είναι ρίσκο. Μόνο που εσύ φρόντισες να ορίσεις και τον τοίχο που θα έπεφτα. Καμία δύναμη να παλέψεις για να σώσεις μέχρι που επέλεξες τη φυγή ως λύση. Οπότε τώρα εγώ, γιατί να το κάνω;
Βάλαμε ήδη τους τίτλους τέλους αυτής της σχέσης, άλλωστε. Λάθος έκφραση. Εσύ το έκανες χωρίς να ερωτηθώ. Εγώ δεν περίμενα να φτάναμε ως εδώ. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ μου, ξέρεις, ένα εναλλακτικό σενάριο πέρα από εκείνο της κοινής μας ζωής. Κακώς, θα μου πείτε, θα έπρεπε να το έχω κάνει. Αλήθεια, πόσοι από μας το κάνουμε; Όταν είμαστε ερωτευμένοι το μόνο χρώμα που έχουν τα σύννεφα είναι το ροζ κι ας ξέρουμε πως υπάρχουν και τα μαύρα που μαζεύονται για να φέρουν την καταιγίδα. Μέχρι να γίνεις μούσκεμα χωρίς να έχεις ούτε ένα υπόστεγο να καλυφθείς.
Έτσι, για να το κλείνουμε αυτό το κεφάλαιο λοιπόν, το μόνο που απομένει και το αποφασίζω δικαιολογημένα, είναι να σε υποβιβάσω στο μυαλό μου για να μη χρειαστεί να παλέψω για σένα, να μη χρειαστεί να κάνω κάτι άλλο κάτι για εμάς. Κι εδώ εγώ βάζω την τελεία μου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου