Μοναχικές παρουσίες. Είμαι εγώ κι ίσως και ‘συ που με διαβάζεις τώρα. Και δεν έχω αποφασίσει τελικά αν μ’ αρέσει αυτός ο τίτλος ή τον φορτώθηκα. Αν ήμουν ταινία, το σενάριο θα με τοποθετούσε σ’ ένα άδειο σπίτι. Θα ξυπνούσα το πρωί στο καινούργιο μου κρεβάτι, που αποφάσισα ν’ αλλάξω μαζί με όλες τις υπόλοιπες αλλαγές που έκανα στη ζωή μου. Θα έφτιαχνα τον καφέ μου και θα χάζευα το τηλέφωνό μου μέχρι ν’ αρχίσω να ετοιμάζομαι για το γραφείο μου.
Καμία πρωινή καλημέρα μέχρι να φτάσω στον καφέ, συνήθεια χρόνων για τον πρώτο της ημέρας. Μια μέρας γεμάτης από ένταση και δουλειά. Θα έπιανα τα βλέμματα του κόσμου ν’ αναρωτιούνται πώς καταφέρνω και τα συνδυάζω όλα, πώς θυμάμαι πάντα όλες τις υποθέσεις του γραφείου μου, ακόμη κι αυτές που τελείωσαν πριν χρόνια.
Κάπου ανάμεσα σ’ όλα αυτά κι όταν ξεκλέβω χρόνο, ανοίγω το τηλέφωνό μου και κοιτάζω φωτογραφίες. Εκεί η μοναχική παρουσία κλαίει με τις αναμνήσεις, αλλά όχι για πολύ. Σκουπίζει τα μάτια, διορθώνει την αμφίεση και συνεχίζει. Παίρνει ένα φωτεινό χαμόγελο από ‘κείνα που έχουν πια λιγοστέψει και το τοποθετεί στο πρόσωπό της. Έτσι πορεύεται, μέχρι τη στιγμή που θα φύγει από το γραφείο και θα απασχολήσει τον χρόνο της με γυμναστική, ραντεβού τελευταίας στιγμής, ίσως και την παρέα των λίγων αλλά επιλεκτικά δικών της φίλων.
Ο χρόνος περνάει γρήγορα και την αναγκάζει κάποια στιγμή να πάει στο σπίτι της. Έμαθε πως θα είναι όλα σκοτεινά και πως δε θα την περιμένει κανείς. Ακόμη και το κλειδί στην πόρτα μπαίνει μηχανικά, χωρίς φως. Και ‘κει ξαναγίνεται εκείνη η μοναχική παρουσία που κανείς δε θα δει πώς ζει. Δε θα έχει αλλάξει τίποτα από το πρωί που θα χει φύγει. Ακόμη και το τασάκι έχει τον ίδιο αριθμό τσιγάρων. Στο κομοδίνο μια φωτογραφία για συντροφιά. Της έχει μιλήσει άπειρες φορές τα βράδια που πέφτει στο κρεβάτι. Τη βάζει στο συρτάρι όταν θυμώνει και την ξαναβγάζει γιατί δεν της αξίζει να κρύβεται. Κι ενώ έχουν περάσει τόσα χρόνια από τη ζωή της, σήμερα είναι μόνη της. Κάποια βράδια δεν περνούν και κάποια άλλα είναι πιο εύκολα. Κοιτάζει γύρω της κι όλα φωνάζουν απουσία.
Κι έτσι τελειώνει αυτή η ιστορία. Με μοναχικές παρουσίες, που ακόμη και στο παράπονό τους αναγνωρίζουν την ικανότητα της επιλογής τους. Αναγνωρίζουν το δικαίωμα να μη συμβιβάζονται άλλο και να μην πεθαίνουν καθημερινά σ’ ένα τίποτα. Που δεν ξοδέψανε την ψυχή τους αλλά την προσφέρανε όπου επιλέξανε. Προκαλούν την τύχη τους κι αναμετριούνται μαζί της. Ακόμη και μέσα στη μοναχικότητά τους θα φοβηθούν αλλά δε θα κάνουν πίσω. Σιχαίνονται τα δήθεν και το στόμα τους εκτός από φιλιά σκορπάει και φαρμάκι όταν νιώσουν πως κινδυνεύουν. Αλλά όταν νιώσουν πως ερωτεύονται, τα δίνουν όλα. Δεν τις νοιάζει αν πέσουν, αν παραδοθούν, αν καταστραφούν ή αν τελικά κάποιος αναγνωρίσει όλο αυτό που κουβαλάνε και το αντέξει.
Για να ζήσεις μαζί τους, πρέπει να ξέρεις πως δε θα σου χαϊδέψουν τ’ αυτιά και πως θα πρέπει να είσαι το ίδιο τρελός μαζί τους. Πόσοι το αντέχουν; Ελάχιστοι. Οι περισσότεροι θα φύγουν στην πρώτη ευκαιρία με μια φτηνή ή και με καμία δικαιολογία. Και μετά θα ξαναμπεί τη φωτογραφία στο συρτάρι, θα σβήσει το φως και η μόνη καληνύχτα που θα χρωστάς, θα είναι στον εαυτό σου.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου