Θυμάμαι πάντα μέρες που έρχονται τη γιαγιά μου να μου λέει «να ζητήσεις συγνώμη, να συγχωρέσεις όλους εκείνους που κρατάς θυμό ή κακία». Αναρωτιόμουν λοιπόν γιατί θα πρέπει να το κάνω εγώ αυτό. Γιατί εγώ θα πρέπει να βάλω τον εαυτό μου σ’ αυτή τη διαδικασία αφού για να συμβεί κάποιοι λόγοι θα είχαν προκύψει.

Σαν εμένα ίσως είναι πολλοί εκεί έξω που σκέφτονται έτσι, ειδικά τέτοιες μέρες. Με τα χρόνια όμως και όσο μεγαλώνουμε αντιλαμβανόμαστε πως το να συγχωρούμε είναι το φάρμακο της ψυχής μας. Όλοι μας έχουμε πληγωθεί, στεναχωρηθεί και πονέσει από ανθρώπους που είχαμε στη ζωή μας. Πρόσωπα της οικογενειακής, συναισθηματικής, επαγγελματικής μας ζωής. Κρατήσαμε κακία καθώς δεν μπορούσαμε να συγχωρέσουμε το άδικο, τη φυγή, τα άσχημα λόγια, τις διενέξεις. Με τον χρόνο όμως όλα αυτά τα νιώθαμε πως βάρυναν την ψυχή μας. Πως αυτά που κουβαλούσαμε ως πληγωμένα κατάλοιπα έπρεπε να τα αποτινάξουμε για να προχωρήσουμε. Και κάπου εκεί έρχεται η συγχώρεση.

Η συγχώρεση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η δύναμη κι η απόφαση να αφήσουμε πίσω μας ό,τι μας έχει πληγώσει, να διώξουμε τη σκέψη της εκδίκησης και να νιώσουμε πως έτσι λυτρωνόμαστε. Παλεύουμε με τον εαυτό μας όταν το αποφασίσουμε αν όντως όλο αυτό θέλουμε να το κάνουμε πραγματικά ή απλά μόνο και μόνο για να γίνει κι αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι της. Ψάχνουμε τους τρόπους που θα το πετύχουμε όχι με την κυριολεκτική έννοια πηγαίνοντας να ζητήσουμε μια απλή συγνώμη, αλλά με όλη την εσωτερική πάλη που γίνεται μέσα μας.

Το να κατανοήσουμε ποιος μας πλήγωσε, γιατί το έκανε και γιατί μας πονάει, είναι το πρώτο βήμα. Έτσι θα είμαστε σίγουροι για το ποιους πρέπει να συγχωρέσουμε. Ο πόνος, ο θυμός, η έλλειψη εμπιστοσύνης μας εμποδίζουν αλλά ακόμη κι η αναγνώριση αυτού του πόνου είναι ένα καλό σημάδι. Αν συγχωρήσουμε ακόμη και για όσα μας φαίνεται αδιανόητο να το κάνουμε, δε σημαίνει ότι δίνουμε άφεση, ούτε ότι είμαστε κουτοί για να προσποιηθούμε πως «δε βαριέσαι» δεν έγινε και τίποτα. Σημαίνει πως δίνουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία να είναι ελεύθερος. Ψάχνοντας δικαιολογίες για να το κάνω κι εγώ –γιατί από κάπου έπρεπε να ξεκινήσω- διάβασα διάφορες θεωρίες για το θέμα αυτό. Πρωτίστως έλεγαν πως εμείς οι ίδιοι βοηθάμε τον εαυτό μας θεραπεύοντάς τον. Με τη συγχώρεση μειώνουμε τις αρνητικές μας επιδράσεις κι αυξάνουμε τη θετική πλευρά της ζωής μας. Μαθαίνουμε να βελτιώνουμε τις σχέσεις με τους γύρω μας, να ενισχύουμε την αυτοεκτίμησή μας αλλά και κοντρολάρουμε τα άγχη μας.

Η συγχώρεση δεν είναι μια πράξη που γίνεται τόσο εύκολα, ωστόσο, ακόμα κι αν την αποφασίσουμε. Είναι εύκολο να χωθούμε στην πικρία και τον θυμό και να μείνουμε εκεί, ειδικά αν αισθανόμαστε πως έχουμε αδικηθεί. Ας ξεκινήσουμε ίσως με πιο απλά μικρά βήματα για μας τους ίδιους. Ας ξεκινήσουμε το δικό μας ταξίδι αυτογνωσίας φτάνοντας να αναλογιστούμε πρώτα το δικό μας μερίδιο ευθύνης, ας κατανοήσουμε μήπως τελικά ήταν λάθος όλο αυτό για το οποίο σήμερα φτάσαμε ως εδώ, μήπως ήταν μια επιλογή που έτσι και αλλιώς δε θα καταφέρναμε ποτέ. Έτσι θα αποκτήσουμε την ωριμότητα για το επόμενο βήμα της συγχώρεσης. Δε χρειάζεται να γίνουμε σκληροί με τον εαυτό μας, αρκεί να είμαστε δίκαιοι. «Μέσα από μένα έμαθα να συγχωρώ εσένα» λέει ο λαός. Και πόσο δίκιο έχει.

Κι αν δε θέλουμε να το κάνουμε; Γιατί κι αυτό είναι μια ερώτηση που μας έχει περάσει από το μυαλό. Φυσικά είναι δικαίωμά μας να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Το μόνο κόστος με την επιλογή μας αυτή θα είναι στον ίδιο μας τον εαυτό, καθώς θα μας βαραίνει και συν τον χρόνο θα είναι πάντα μια πληγή ανοιχτή που ενώ ξέρουμε τον τρόπο επούλωσής της, προσποιούμαστε πως μας αρέσει να πονάει.

Οι φιλόσοφοι, οι ερευνητές, οι θεωρίες της κάθε θρησκείας σ’ αυτό τον κόσμο θεωρούν τη συγχώρεση ως την ύψιστη αρετή του ανθρώπου. Ο Μαχάτμα Γκάντι έλεγε πως «Οι αδύναμοι ποτέ δε συγχωρούν». Επειδή λοιπόν όλοι εμείς δεν είμαστε αδύναμοι ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε πως ήρθε η στιγμή να φανούμε περισσότερο δυνατοί από ποτέ, αξιοποιώντας την ικανότητα της συγχώρεσης. Γιατί την έχουμε μέσα μας.

Συντάκτης: Ταρασία Γεωργιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου