Πείτε μου έναν χωρισμό που δε μας στοιχειώνει. Όχι, δεν αναφέρομαι σε ‘κείνες τις σχέσεις που μπορεί να κρατάνε λίγο ή να είναι άνευ συναισθημάτων ή τέλος πάντων με τη λήξη τους δε θα μας αφήσουν πληγές και κατάλοιπα γιατί δε μας ενδιέφεραν και ποτέ. Μιλάω για κάτι καψούρες που τραβάμε και μετά καθόμαστε και μαζεύουμε κομμάτια. Είναι ψέμα αν πούμε πως η μετά χωρισμό εποχή δεν είναι η χειρότερη της ζωής μας. Ποια 5 και 10 και 17 στάδια λένε οι ειδικοί πως πρέπει να βιώσουμε για να επανέλθουμε. Η ψυχούλα μας ξέρει τις μεταπτώσεις που περνάμε. Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι οι σκέψεις. Εκείνες που έρχονται και ριζώνουν και δε φεύγουν με τίποτα κι εμφανίζονται με τη μορφή ερωτήσεων. Έτσι για την αλητεία, για να δώσουν κι άλλο πόνο, θαρρείς κι αυτός που περνάμε δε μας φτάνει. «Τι», «πώς», «γιατί» και «μήπως» έχουν τα σκήπτρα. Μία είναι όμως εκείνη που σε φτάνει στα άκρα.
«Περνάς καλύτερα μακριά μου;»
Καταρχάς είναι σαν το σκρολ σε μια οθόνη χωρίς ίντερνετ. Μονίμως σφηνωμένη στην ίδια εικόνα, στην ίδια σειρά μας βάζει σε διλήμματα αν θέλουμε να ρωτήσουμε ή όχι. Συνήθως δεν το τολμάμε. Μας τρομάζει η απάντηση, η οποία δε θα είναι κι αλήθεια. Ξέρουμε πως η συνήθης απάντηση που θα εισπράξουμε θα είναι η «μην το θέτεις έτσι» ή «κι οι δυο είμαστε καλύτερα τώρα». Κάτι τέτοιες απαντήσεις αλήθεια θα έπρεπε να εξαφανιστούν, να βγει ένας νόμος που να τις απαγορεύει. Θα μου πείτε τώρα πως ξύνομαι και ‘γω να ρωτήσω. Ναι ρε φίλε ξύνομαι. Γιατί με νοιάζει. Γιατί αναρωτιέμαι πώς γίνεται να έχω ζήσει έναν έρωτα, να έχω αγαπηθεί και μετά, τέλος. Και μετά το τέλος, τι;
Πώς μπορούν οι άνθρωποι και ξεχνούν τόσο εύκολα; Πώς διαγράφει η μνήμη όσα έχεις περάσει; Μπορώ να έχω μια απάντηση πώς είναι να έρχεται η λήθη, όταν όλα είναι τόσο ζωντανά και χορεύουν γύρω μου; Όταν έχουμε περπατήσει σε μονοπάτια ευτυχίας και τώρα σηκώνουμε τα πόδια για να βγάλουμε τ’ αγκάθια; Μεγάλη μάγισσα αυτή η ευτυχία. Σε παίρνει και σε στροβιλίζει, κάνει τα μάτια σου να λάμπουν, αλλάζει τη ζωή σου ολόκληρη κι ύστερα εξαφανίζεται. Μαζί της όμως εξαφανίζονται και τα όμορφα, τα λόγια του έρωτα, οι υποσχέσεις, τα «δεν περνάω καλά χώρια σου», τα «δεν μπορώ μακριά σου». Έτσι είναι ο έρωτας. Εξάρτηση. Ναρκωτικό που οι δόσεις του είναι συνεχόμενες, απαραίτητες. Εγώ ξέρω πως όταν αγαπάς δεν μπορείς να ζήσεις μακριά από τον άλλον. Δεν περνάς καλά, πώς το λένε, δε θες. Η Μαλβίνα με μια ατάκα της τα είπε όλα: «Δε γουστάρω να περνάω καλά χωρίς εσένα. Θέλω να λες από μέσα σου να είναι όλα μαύρα εκεί που πάει χωρίς εμένα. Γιατί έτσι λέω κι εγώ. Τι να σου κάνω ανωτερότητες;»
Έλα μου όμως που ο έρωτας δεν είναι παιδί της λογικής και τρελαίνεται και φεύγει. Χάνεται κι όλα γύρω μας εξαφανίζονται. Πώς γίνεται τώρα να ζήσουμε αλλιώς; Πώς είναι να φεύγεις από κει που δεν άντεχες να περνάς λεπτό χώρια τους; Πώς αποτοξινώνεσαι ξαφνικά χωρίς συνέπειες και στέκεσαι όρθιος στα πόδια σου και συνεχίζεις; Αντέχεται η φυγή όταν αγαπάς;
Ίσως η αλήθεια να βρίσκεται στο ότι, ό,τι φεύγει, δεν το κυνηγάς, δεν το παρακαλάς, δεν το γυρίζεις με το ζόρι και δε θα το κάνω ούτε κι εγώ. Αν θέλανε, θα μένανε, απλό. Κι έτσι, νομίζω πως δε με νοιάζει πλέον και καμία απάντηση. Όταν οι απαντήσεις έρχονται αργά, άλλωστε, χάνουν την αξία τους. Μα αν ποτέ επέλεγα να κάνω ξανά μια ερώτηση, σ’ εκείνα τα μάτια που κάποτε μου έλεγαν αλήθεια, ή έστω έτσι νόμιζα, νομίζω αυτή θα διάλεγα, έτσι για το φινάλε.
«Αλήθεια τώρα, περνάς καλύτερα μακριά μου;»
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου