Αλήθεια είναι τέχνη η αγάπη; Είναι αίσθηση; Είναι ένστικτο; Μήπως ιδέα; Ο Έριχ Φρομ ψυχαναλυτής, στοχαστής και φιλόσοφος το 1965 έγραψε ένα βιβλίο-σταθμό με θέμα την αγάπη και τίτλο την παραπάνω φράση: «Η τέχνη της Αγάπης». Το βιβλίο μπεστ σέλερ πλέον, οδήγησε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να γνωρίσουν, ν’ ανακαλύψουν και ν’ αναπτύξουν όλες εκείνες τις δυνατότητες που είχαν μέσα τους σχετικά με το συναίσθημα της αγάπης.
Η αγάπη είναι σίγουρα τέχνη. Είναι συναίσθημα, ανάγκη για στοργή, νοιάξιμο κι αφοσίωση στο πρόσωπο ενός άλλου ανθρώπου. Είναι η δύναμη που μας δείχνει τον δρόμο να φανερώσουμε όλα τα συναισθήματά μας κι ίσως είναι το μοναδικό συναίσθημα που με απόλυτη βεβαιότητα έχει την εγωιστική ικανότητα να σε πείθει για να λες, όπως έγραψε και ο Μενέλαος Λουντέμης: «Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ. Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά.»
Τις μορφές της αγάπης κατά τον Έριχ Φρομ θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε σήμερα. Και δεν είναι άλλες από την παιδαριώδη, την ανώριμη και την ώριμη αγάπη.
Η παιδαριώδης αγάπη κατά τον συγγραφέα ακολουθεί την αρχή: «Αγαπώ επειδή μ’ αγαπούν». Λίγο ή μάλλον παραπάνω από λίγο εγωιστικό ακούγεται αυτό κι ίσως άτοπο για τη σχέση δυο ανθρώπων. Είναι σαν να λέμε πως αγαπάμε κάποιον γιατί μας προσφέρει την αγάπη του. Είναι κοντά μας, μας φροντίζει κι αυτό μας κάνει να τον θέλουμε μόνο για μας. Σαν υπηρεσία ωφελείας μας κάνει αυτή η σχέση. Καμία αλληλεπίδραση.
Τη μορφή αυτή, τη συναντάμε συνήθως μετά από μια τραυματική εμπειρία στην αγάπη. Εκεί, νιώθοντας πως δεν έχουμε να προσφέρουμε τίποτα αλλά παρ’ όλα αυτά δε θέλουμε να είμαστε και μόνοι μας, αποζητάμε μια αγάπη που θα μας στηρίξει, θα μας εκδηλωθεί και θα είναι δίπλα μας. Αυτό όμως δεν είναι αγάπη, αλλά δεκανίκι. Το «σ’ αγαπώ» δεν έχει οντότητα κι υπόσταση. Κι οι σχέσεις αυτές έχουν ημερομηνία λήξης. Δεν αγαπάμε γιατί μας αγαπούν. Αγαπάμε πιο δυνατά από αυτούς που μας αγαπούν. Αγαπάμε γιατί μέσα στους άλλους βλέπουμε την καλύτερη εκδοχή μας κι όχι την ανάγκη για συναισθηματική κάλυψη.
Η ανώριμη αγάπη λέει: «Σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι». Καμία αγάπη, όμως, δε λειτουργεί υπό τη μορφή «σε χρειάζομαι». Αν νιώθουμε πως αγαπάμε κάποιον γιατί τον χρειαζόμαστε το πιο πιθανό είναι πως δεν τον αγαπάμε αλλά μόνο τον χρειαζόμαστε. Κι είναι τόσο διαφορετικό αυτό από την ιδέα της αγάπης. Τον χρειαζόμαστε για να καλύψει τις ανάγκες μας, να είναι δίπλα μας ή ακόμη πιο ακραία, τον χρειαζόμαστε για να συνεχίσουμε να ζούμε; Όχι, ούτε αυτό δεν είναι αγάπη. Η μόνη μορφή αγάπης που εμπεριέχει το «χρειάζομαι» είναι προς τον εαυτό μας. Χρειάζεται να μάθω να αγαπώ εμένα, για να μπορώ ν’ αγαπώ και να προσφέρω την αγάπη μου στους άλλους. Και ‘κει ίσως γεννηθεί μια μορφή αγάπης που θα λέει «Σ’ αγαπώ γιατί εγώ και ‘συ δημιουργούμε αγάπη».
Η ώριμη αγάπη ακολουθεί την αρχή «μ’ αγαπούν, επειδή αγαπώ», «σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ». Κι εδώ κρύβεται το μεγαλείο της αγάπης των ανθρώπων. Ο Έριχ Φρομ αναφέρει στο βιβλίο του για την ώριμη αγάπη πως «θα πρέπει να είναι ουσιαστικά, μια πράξη θέλησης. Να δεσμεύει κανείς τη ζωή του απόλυτα στη ζωή ενός άλλου προσώπου. Το ν’ αγαπά κανείς κάποιον δεν είναι απλώς ένα δυνατό συναίσθημα. Είναι μια απόφαση, μια κρίση, μια υπόσχεση. Η αγάπη είναι εφικτή μόνο αν δυο πρόσωπα επικοινωνούν μεταξύ τους από το κέντρο τους κι αν δεν προσπαθούν ν’ αποφύγουν τα προβλήματά τους. Μόνο ο άνθρωπος που έχει πίστη στον εαυτό του μπορεί να είναι πιστός στους άλλους. Η αγάπη είναι μια δύναμη που παράγει αγάπη».
Καταλήγουμε πως μόνο μια ώριμη αγάπη είναι ζητούμενο των ζωών μας. Αγάπη που είναι προσπάθεια, εμπειρία και γνώση. Μέχρι να φτάσουμε να δίνουμε, όχι για το αντάλλαγμα αλλά για την προσφορά. Ο Σαίξπηρ στον «Έμπορο της Βενετίας» έγραψε για την αγάπη: «Το ένα μισό μου είναι δικό σου, το άλλο μισό δικό σου-δικό μου, θα έλεγα, αλλά αν είναι δικό μου, τότε δικό σου κι έτσι, όλα δικά σου!». Κι ίσως μέσα σ’ αυτή τη μικρή πρόταση κρύβεται το μεγαλείο που ψάχνουμε όλοι μας. Αυτό της ώριμης αγάπης.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου