Ο όρος quiet quitting χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά και μάλιστα σχετικά πρόσφατα για να περιγράψει τους εργαζόμενους οι οποίοι κάνουν μόνο τα τελείως απαραίτητα στον εργασιακό τους χώρο και τίποτα περισσότερο για να αποφύγουν το burnout. Μάλιστα σε έρευνα της Gallup που πραγματοποιήθηκε στην Αμερική, περίπου το 50% του εργατικού δυναμικού της χώρας αποτελείται από τέτοιους «ήσυχους παραιτούμενους».
Ο όρος δεν έμεινε μόνο στο εργασιακό περιβάλλον κι επεκτάθηκε και στις σχέσεις, δηλώνοντας την ήσυχη διακοπή της. Και φυσικά δεν εννοούμε ότι σηκώνονται και φεύγουν και τελειώνουν με την αποχώρησή τους τη σχέση, απλώς εγκαταλείπουν και παραιτούνται από κάθε προσπάθεια για να κάνουν οτιδήποτε για να τη σώσουν ή να την εξελίξουν, μένοντας όμως μέσα σ’ αυτή. Ουσιαστικά παραμένουν χωρίς επικοινωνία και με μια δηλωμένη αδιαφορία στην οποία φαίνεται ξεκάθαρα πόσο πολύ θέλουν ν’ αποχωρήσουν.
Η πρακτική του quiet quitting ξεκινάει με την έλλειψη συναισθηματικής δέσμευσης και με πολύ αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς οδηγεί στην απομάκρυνση από όλους τους τομείς μιας σχέσης. Πολλές φορές χρησιμοποιούμε τη φράση «σε νιώθω πως έχεις φύγει από τη σχέση μας» κι αυτό είναι το πρώτο καμπανάκι που χτυπάει μέσα μας για να καταλάβουμε πως κάτι συμβαίνει. Κι αν όντως χτυπάει συναγερμός, τότε παρατηρούμε στοιχεία όπως το να:
-Σταματούν να μοιράζονται στιγμές από την καθημερινότητά τους ή να συζητάνε γι’ αυτή. Αυτό βέβαια συμβαίνει σταδιακά. Παύουν να περνάνε ποιοτικό χρόνο με τη σχέση τους. Λιγοστεύουν τα λόγια, πέρα από τις πράξεις. Οι συζητήσεις μειώνονται και τα γραπτά μηνύματα εξαφανίζονται. Οι κουβέντες είναι επιφανειακές.
-Υπάρχει έλλειψη στοργής και φροντίδας τόσο συναισθηματικά όσο και σωματικά καθώς το σεξ είναι πλέον απόν. Δε θα πάρουν πρωτοβουλία για ν’ αναζητήσουν σωματική επαφή κι ίσως να μην ανταποκρίνονται γιατί απλά δεν το έχουν στο μυαλό τους. Θέλουν να φύγουν κι όχι να γίνουν ένα με τους συντρόφους τους.
-Παύουν να κάνουν όνειρα και σχέδια για κοινό μέλλον, για δέσμευση και δείχνουν την απροθυμία τους αν συμβεί κάτι ανάλογο από τον σύντροφό τους. Δημιουργούν συναισθηματικές απιστίες. Ενώ σταματάνε να μιλάνε για τα προβλήματα της σχέσης, αναζητούν ταυτόχρονα κάποιους άλλους κι εξομολογούνται ή μοιράζονται τα προβλήματα της σχέσης, ενώ νιώθουν έλξη γι’ αυτούς.
Όσο κι αν όλα δείχνουν πως όλο αυτό είναι η αρχή του τέλους για μια σχέση, στην πραγματικότητα ο χωρισμός διαφέρει από πρακτική του quiet quitting. Έτσι ενώ, με τον χωρισμό ξέρουν κι οι δυο πως η σχέση έχει τελειώσει, στην άλλη περίπτωση ο ένας από τους δυο δεν μπορεί να καταλάβει -ούτε θα πάρει απαντήσεις ποτέ– για το τι πραγματικά συμβαίνει, αντιλαμβανόμενος μόνο από τα γύρω-γύρω πως κάτι αρχίζει κι αλλάζει στη σχέση. Ο χωρισμός εδώ, αντί για θάνατος, είναι ένα διαρκές κώμα.
Γιατί όμως οι σύντροφοι φτάνουν σ’ αυτό το σημείο; Τι είναι αυτό που τους ωθεί σε τέτοιες συμπεριφορές; Ένα από τα βασικά αίτια είναι ο φόβος για το άγνωστο της σχέσης- ειδικά αν είναι αρκετό καιρό μαζί. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση ή αυτοπεποίθηση επίσης, καθώς αδυνατούν να συζητήσουν για τα προβλήματά τους. Η αίσθηση ότι θέλουν να τιμωρήσουν τους συντρόφους τους, η κοινωνική απόρριψη -αν είναι αυτοί που θ’ αποχωρήσουν πρώτοι λήγοντας τη σχέση- και τέλος στρεσογόνοι παράγοντες και παραίτηση από την προσπάθεια να παλέψουν για οτιδήποτε.
Στις σχέσεις δεν έχουμε τη μαντική ικανότητα να μπορούμε πάντα ν’ αντιλαμβανόμαστε τι έχει ο άλλος στο μυαλό του. Και για να λειτουργήσει μια σχέση θα πρέπει όλα να είναι κατανοητά και σεβαστά κι από τα δύο μέρη. Η πρακτική του quiet quitting δείχνει την απουσία επικοινωνίας κι είναι μια από μόνη της παθητική συμπεριφορά απέναντι στη σχέση. Όταν υψώνονται αυτές οι κόκκινες σημαίες, τότε θα πρέπει το στοιχείο της επικοινωνίας να γίνει το πρωτεύον για να προχωρήσει.
Ρωτήστε τον εαυτό σας αν θέλετε πραγματικά να είστε σ’ αυτή τη σχέση, τι σας κάνει να νιώθετε έτσι κι ίσως δώσετε τις απαντήσεις. Συζητήστε με φίλους ή ζητήστε υποστήριξη για ό,τι νιώθετε μπερδεμένο μέσα σας. Κάντε μια ειλικρινή κουβέντα με τον σύντροφό σας κι εξηγήστε πώς αισθάνεστε. Το να κρύβουμε τα θέματά μας κάτω από το χαλί, το μόνο που θα δημιουργήσει είναι ένα βουνό που στο τέλος θα σκοντάψουμε πάνω του. Αξίζει άραγε αυτό στους ίδιους και στη σχέση μας;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου