Οι σχέσεις και οι γνωριμίες μέσω ενός ραντεβού είναι ένας καλός γρίφος σπαζοκεφαλιάς με τις απαντήσεις να εναλλάσσονται ανά ηλικία. Φυσικά δεν παύουν να υπάρχουν ποτέ, αλλά να μεταλλάσσονται με τα χρόνια. Ή μάλλον εμείς, αφού μεγαλώνουμε, τα αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά. Αλλιώς είναι τα ανέμελα ραντεβουδάκια των 18 μας χρόνων κι αλλιώς τα ώριμα των 30 plus μας. Και δεν εννοούμε ότι αλλάζουν οι αιτίες που μας κάνουν να θέλουμε να βγούμε ένα ραντεβού, αλλά ο τρόπος που το αναλύουμε, το σκεφτόμαστε και το αποφασίζουμε. Ας δούμε μερικές σημαντικές διαφορές στις αποφάσεις μας για ένα ραντεβού στα 18 και στο αποτέλεσμα ενός ραντεβού στα 30.
Το μέλλον δεν είναι μια αφηρημένη έννοια
Στα 18 μας, βγαίνοντας ραντεβού, οι σύντροφοι δεν ήταν προτεραιότητα αλλά μια καλή αφορμή για μια νέα γνωριμία. Στα 30 αρχίζουμε να σκεφτόμαστε μακροπρόθεσμα και το να βρούμε το κατάλληλο άτομο γίνεται μια ιδέα που τη λες κι αγχωτική. Αφήστε που η φράση «ή τώρα ή ποτέ» μας συνοδεύει στα ραντεβού ως απόλυτη επιθυμία για να μη χάνουμε τον χρόνο μας χωρίς να υπάρχει προοπτική. Κι όταν λέμε προοπτική εννοούμε ακόμα και το ένα βράδυ. Θέλουμε να ξέρουμε πού πάει η ιστορία.
Τα ετερώνυμα δεν έλκονται καθόλου
Μεγαλώνοντας ξέρουμε τι θέλουμε και πού το ψάχνουμε. Αναζητούμε ανθρώπους που έχουμε κοινά ενδιαφέροντα και χόμπι, ξέροντας πως οι πιθανότητές μας είναι σαφώς με το μέρος μας. Στα ραντεβού των 18 μας αναζητάμε απλώς να είναι πιο έντονα κι ακροβατούμε μεταξύ των συγκρούσεων και των εντάσεων, αφού έτσι ανακαλύπτουμε ποιοι είμαστε.
Συναίσθημα του πρώτου ραντεβού
Θυμάμαι εκείνο το τρέμουλο που είχα κάποτε για ένα ραντεβού. Δε θα μιλήσω για τις μέρες που το οργάνωνα και σκεφτόμουν πώς θα πάω, τι θα φορέσω, πώς θα είναι. Στα 30 μου κοιτούσα τον εαυτό μου στον καθρέπτη και σκεφτόμουν «να γυρίσω νωρίς, αύριο έχω γραφείο».
Σκέφτεσαι με λιγότερη βλακεία στον εγκέφαλο
Ω ναι, είναι γεγονός. Στα 18 μας είχαμε περισσότερο χρόνο για χάσιμο κι άρα ανανεώναμε τα ραντεβού μας, ακόμη και τις φορές που δε μας άρεσαν, αλλά για ένα περίεργο λόγο δίναμε κι άλλο χρόνο. Σήμερα στα 30 μας αυτό το «συναισθηματικά διαθέσιμοι» έχει εξαφανιστεί. Δίνουμε βαρύτητα στα στοιχεία συμπεριφοράς και σαφώς η ηλικία, μας κάνει πιο απαιτητικούς. Μας ελκύουν άλλες ιδιότητες και χαρακτηριστικά.
Εντοπίζουμε πιο εύκολα τις κόκκινες γραμμές
Στα 18 μας η λεκτική ή χειριστική συμπεριφορά που μπορεί να εκφραστεί σε ένα ραντεβού, πιθανώς να μας κάνει να πιστεύουμε πως είναι έρωτας ή ακόμη και μια ζήλια που μας κολακεύει. Λογικό, αν στερούμαστε εμπειριών. Στα 30 μας, έχουμε την τάση ή το ένστικτο να αναγνωρίζουμε τα προειδοποιητικά σημάδια ενός κακού εν δυνάμει συντρόφου.
Έχουμε περισσότερη υπομονή
Θυμάμαι τον εαυτό μου να φεύγει στην ηλικία των 18 και μάλιστα χωρίς να αιτιολογήσω τη φυγή μου. Κοινώς, δεν περνούσα καλά, έπαιρνα το καπελάκι μου κι αντιός. Στα 30 μου δε με αποθάρρυναν τα πρώτα σημάδια διαφωνίας σε ένα ραντεβού. Ίσως να τα έβρισκα και πρόκληση για συζήτηση. Αφήστε που μπορεί να έκανα κι αναλύσεις επί αναλύσεων για ώρες, αναζητώντας τη συμβιβαστική λύση.
Διαχείριση της απόρριψης
Ούτε εμείς μπορούμε να συμπαθούμε όλον τον κόσμο κι ομοίως, ούτε οι άλλοι εμάς. Η απόρριψη ενός ραντεβού στα 18 μας έφερνε δάκρυα στα μάτια, στεναχώρια και θλίψη. Στα 30 λέμε «δε βαριέσαι, πάμε για άλλα». Για να μην πετύχει δε θα ήταν και τίποτα το ιδιαίτερο.
Όσο μεγαλώνουμε, λοιπόν, εκείνο που αποζητάμε από ένα ραντεβού είναι η ουσία. Δε μας ενδιαφέρουν τα παιχνίδια, ούτε τα μυστήρια τρένα. Η συναισθηματική λογική μας θα είναι περισσότερο αναπτυγμένη και θα ξέρουμε, τελειώνοντας ένα ραντεβού, τι έχουμε να περιμένουμε χωρίς να ποντάρουμε στη θεά τύχη. Εκείνο όμως που κρατάμε είναι πως η κάθε ηλικία έχει μια διαφορετική γοητεία σε όλα αυτά που επιλέγουμε να κάνουμε. Ας τα τολμήσουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου