«Λαχταρώ» ο πιο συγκλονιστικός ερωτικός μονόλογος από τη Σάρα Κέιν. Η ωδή στον ανεκπλήρωτο έρωτα που τελειώνει αφήνοντας πίσω του ένα συναίσθημα πιο δυνατό κι από τον πόνο, αυτό της λαχτάρας. Γιατί τελικά το πιο οδυνηρό πράγμα σ’ έναν χωρισμό δεν είναι η οδύνη, αλλά η λαχτάρα που καλούμαστε να τιθασεύσουμε όλοι μέσα μας. Και ‘κει, συμβαίνει η πρώτη γροθιά στο στομάχι.
Δε θα καταλάβουμε ποτέ γιατί να τελειώνουν οι έρωτες. Πώς γίνεται κι ενώ είμαστε βουτηγμένοι στη μέθη, έρχεται για τον οποιοδήποτε λόγο για τον καθένα μας, ένα τέλος που φέρνει την ξενέρα. Ανάμεσα στη θλίψη, ανάμεσα στη ματαιότητα της σκέψης πως δε θα ξαναδούμε ποτέ τον άνθρωπο που αγαπήσαμε, περιφέρεται κι η λαχτάρα μας. Αν ο χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος, η λαχτάρα που θα έχεις για να βιώσεις με οποιοδήποτε τρόπο το παρελθόν, θα είναι μια πληγή που θ’ αργήσει πολύ να κλείσει.
Πόνος: Το συναίσθημα της απουσίας, του κενού που μένει και δεν αναπληρώνεται. Η αίσθηση ανικανότητας, το συναισθηματικό χάος κι η απραξία του μυαλού που νιώθουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας και που ευχόμαστε να τελειώσει και να πέσουμε σε λήθαργο. Ακόμη όμως και κείνος ο ύπνος, είναι ατελείωτος. Τα μάτια δεν κλείνουν κι όταν το κάνουν, υπάρχει μέσα τους μορφή και πρόσωπο. Ψάχνουμε το μαξιλάρι δίπλα μας, αγγίζουμε, αλλά μάταια. Ώσπου η λαχτάρα έρχεται να φωλιάσει παίρνοντάς μας αγκαλιά. Δε θα μας παρηγορήσει. Θα μας ξυπνήσει θύμησες. Για όλα όσα έχουμε περάσει και για όσα αφήσαμε ως όνειρα απραγματοποίητα, στη μέση.
Πώς μπορεί ένα τηλέφωνο που δεχόταν εκατοντάδες μηνύματα στη διάρκεια της μέρας να μένει νεκρό, σιωπηλό. Όχι δεν έχει χαλάσει. Περιμένουμε, λαχταρούμε και κοιτάμε συνέχεια αν η οθόνη αναβοσβήσει. Πώς κυλάει ο χρόνος βασανιστικά και ‘μεις δεν μπορούμε να πούμε τίποτα; Όλοι έχουμε γράψει και σβήσει μηνύματα και κάποιοι πιο θαρραλέοι ίσως και να τα έχουμε στείλει. Λίγο μας νοιάζει πια. Λίγο μας ενδιαφέρει αν θα εκτεθούμε, γιατί η λαχτάρα μας για κάποια μορφή επικοινωνίας είναι τεράστια, δεν τιθασεύεται εύκολα η ρημάδα. Τσεκάρουμε τα social κι αναμοχλεύουμε αναμνήσεις μέσα από φωτογραφικά άλμπουμ, σαν μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατάμε το μυαλό μας σε εγρήγορση και τη φλόγα αναμμένη, μήπως και γίνει κάτι. Μήπως δει κάποιος αυτό το φως που μας πονάει κι επιλέξει να μπει και πάλι.
Αναζητούμε τη συντροφιά που χάσαμε, τον άνθρωπο που ήταν δίπλα μας πιάνοντάς μας το χέρι κι ίσως στο βλέμμα του διαβάζαμε κάποια «εγώ είμαι εδώ, μη φοβάσαι». Κανείς δεν είναι εδώ πια. Μόνο εκείνη η πεθυμισιά που τρύπωσε απ’ το παράθυρο. Κι εμείς, φανταζόμαστε να υποκινούμε μια συνάντηση. Να ξαναβρεθούμε. Κι αν η σκέψη δε γίνεται πράξη, προσφέρει μια στιγμιαία ανακούφιση μέχρι να συνειδητοποιήσουμε πως ζούμε στη φαντασία μας. Όχι δεν είναι η απουσία πλέον που πονάει τόσο πολύ, όσο η λαχτάρα που μετατρέπεται σε προσμονή και κάλεσμα.
Σε μια σχέση δυνατή κι έντονη σε συναισθήματα, θέλοντας και μη, είσαι κομμάτι του άλλου. Μέρος της ζωής του, της επαγγελματικής, κοινωνικής, οικογενειακής. Αυτό σε κάνει μέτοχο σε μια κατάσταση που με τον καιρό αφομοιώνεις μέχρι που αυτή η ταύτιση αποτελεί φυσιολογικό μέρος της σχέσης, οπότε την αποζητάς ακόμη κι όταν δεν την έχεις. Έπειτα, όταν αγαπάς, νοιάζεσαι κι είναι αλήθεια αυτό. Αν ο άλλος ντύθηκε καλά για να μην κρυώσει φεύγοντας από το σπίτι μέχρι για το αν έφαγε ή αν θυμήθηκε το ραντεβού με τον οδοντίατρο. Όταν σου αφαιρείται το δικαίωμα να νοιάζεσαι όπως πριν, η λαχτάρα λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα προς εμάς τους ίδιους. Μπαλόνι χωρίς αέρα, με δυο λόγια.
Μπορείς να κοντρολάρεις τη λαχτάρα; Να τη βάλεις σε τάξη και να την τιθασεύσεις; Όχι, είναι αδύνατον, αλλά νομίζω πως είναι και κάτι σαν αντίδοτο στην αρχή. Σου δίνει ελπίδες κι ας είναι φρούδες, ας μη βγάλουν πουθενά. Η λαχτάρα τελικά μπορεί να πονάει πιο πολύ από τον ίδιο το χωρισμό, αλλά σου δίνει λίγο χρόνο για να τον χωνέψεις. Μέχρι που ο χρόνος θα την ψαλιδίσει τόσο, όσο χρειάζεται για να μην καταφέρει να σε κατασπαράξει. Και τότε, η πεθυμισιά κι η λαχτάρα θα γίνουν ανάμνηση που δε θα σε ξεθωριάσει. Και τότε, θα είναι ακίνδυνη πια.
Η λαχτάρα είναι τελικά ένας δεύτερος χωρισμός. Πονάει το ίδιο, είναι ατίθαση κι επικίνδυνη. Είναι όμως απόλυτα φυσιολογική κι αναμενόμενη, αφού όταν αγαπάς, νοιάζεσαι και λαχταράς. Κι ας μη σου επιτρέπεται πια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου