Πόσους μήνες, πόσες μέρες, πόσα λεπτά θα μου κοστίσεις ακόμη; Πόσο καιρό θα ζεις στο μυαλό μου, σαν μια θολή αντανάκλαση σε ένα σπασμένο καθρέφτη; Όμως κι εγώ σε τιμωρώ. Μένω εκεί. Εισχωρώ στο φαινομενικά αδιαπέραστο πλέγμα της ευτυχίας σου. Δε θα σε αφήσω. Μου χρωστάς ακόμη και σου χρωστάω κι εγώ.
Αρνούμαι να σε φέρω στη σκέψη μου, όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι μας το βράδυ. Μα είναι φορές, που έρχεσαι σχεδόν βίαια, χωρίς τη θέλησή μου. Στη δεξιά πλευρά του κρεβατιού. Εκεί που το κορμί σου, έχει χαράξει το δικό του σημάδι. Εκεί που η νοητή σου παρουσία, με αναγκάζει να θυμηθώ. Σε μισώ γι’ αυτό, μα όχι αρκετά ώστε να σου ζητήσω να φύγεις. Νοερά, μόνο έτσι μπορώ πια να σου μιλάω. Για φαντάσου…
Μα παίρνω εκδίκηση γι’ αυτό. Μένω κι εγώ, με πείσμα μέσα σου. Σε αναγκάζω να με συγκρίνεις. Εκείνα τα δευτερόλεπτα που το μυαλό σου μπερδεύεται. Που νομίζει πως είμαι εγώ αυτή που αγγίζεις, αυτή που φιλάς, πριν γυρίσεις στο τώρα σου, στη λογική σου κι αντικρίσεις μια ξένη.
Μου χρωστάς ακόμη. Μου χρωστάς τα λόγια που ζήτησα και δεν πήρα. Σου χρωστάω τα όνειρα, που έμειναν στη μέση. Όταν τα όνειρα μένουν μισά, παίρνουν εκδίκηση, που την ονομάζουν ελπίδα. Όταν στα λόγια σου δε βάλεις τελεία, ο κύκλος θα παραμένει ανοιχτός. Να διαιωνίζεται σαν σπείρα, στο άπειρο των παράλληλων πια ζωών μας.
Δεν έχουμε τελειώσει ακόμη, όσο μου λείπεις και σου λείπω. Φταίμε κι οι δυο γι’ αυτό. Εμείς κι ο εγωισμός μας. Πήρε ο καθένας μας το δρόμο του με έπαρση. Περπατήσαμε σε αντίθετες κατευθύνσεις, κρατώντας ο καθένας, γυρισμένη την πλάτη του στον άλλο. Βιαστήκαμε να φτάσουμε σε καινούρια σταυροδρόμια και κάπου εκεί χαθήκαμε μέσα στην πόλη. Πολύ μακριά πια ο ένας απ’ τον άλλο. Με νέους συνοδοιπόρους, προς νέο προορισμό. Κι ας λαχταρούσε ακόμη ο ένας το κορμί του άλλου.
Όμως καμία Ιθάκη δε θα φανεί μπροστά μας, όσο οι σειρήνες συνεχίζουν να τραγουδούν στο μυαλό μας. Αυτή θα είναι η τιμωρία μας για ό,τι φοβηθήκαμε. Να περπατάμε για χρόνια, γυρνώντας πάντα στο ίδιο σημείο. Ως που να κλείσουμε τον κύκλο και να δώσουμε τον τίτλο του οριστικού. Δε σε έχω συγχωρήσει, ούτε ζητώ συγχώρεση. Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει το χθες κι εμείς σκοτώσαμε ό,τι όμορφο ζούσε στις αναμνήσεις μας.
Μα δε θέλω να σε θυμάμαι έτσι. Θέλω η τελευταία μου εικόνα από σένα να είναι το χαμόγελό σου με φόντο τη θάλασσα. Σε εκείνη τη βόλτα στην παραλία που μου είχες τάξει. Να ξεπληρώσεις το χρόνο που μου στέρησες. Σου χρωστάω ακόμα έναν καφέ, απογευματάκι στην πλατεία. Να σε κοιτάζω με τη τρυφερότητα που φύλαξα για ένα αύριο που δεν ήρθε ποτέ. Θα είναι ο τελευταίος καφές, που θα έχει τη γεύση του φιλιού μου. Αυτή τη γεύση, θέλω να την κρατήσεις στην άκρη της γλώσσας σου.
Χρωστάμε κι οι δυο ένα χαμόγελο, καθώς θα ξυπνάμε ο ένας στα χέρια του άλλου, για τελευταία φορά. Το πιο αγνό και το πιο αθώο μας. Να τιμήσει αυτό που νιώσαμε κάποτε. Έτσι να θυμάται ο ένας τον άλλο. Όπως τον ερωτεύτηκε.
Κι ίσως έτσι, να ξεπληρώσουμε το χρέος. Ίσως έτσι να έρθουν μέρες, που δε θα μου λείπεις και δε θα σου λείπω πια. Μια σκονισμένη ανάμνηση το «εμείς», σε μια γωνιά του μυαλού. Μα ίσως τα «τελευταία», να γινόταν και πάλι «πρώτα». Χωρίς να έχει μείνει τίποτα για να συγχωρεθεί. Δυο άγνωστοι που συστήνονται ξανά. Με άδειες αποσκευές, δίχως λάθη. Ίσως τα θέλω να νικούσαν αυτή τη φορά.
Όσο μου λείπεις και σου σου λείπω, ένα μισοτελειωμένο αντίο παραμένει σε εκκρεμότητα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη