Ο απαγορευμένος καρπός. Αυτός που η καημενούλα η Εύα είπε κάποτε να δοκιμάσει και σήμερα την αναθεματίζουμε όλοι μα όλοι καθημερινά για ό,τι άσχημο μας συμβαίνει.
Γιατί; Το απαγορευμένο έχει πάντα άσχημα αποτελέσματα; Χμ. Για να σκεφτώ.
Απαγορεύεται το κάπνισμα σε όλους τους δημόσιους και ιδιωτικούς κλειστούς χώρους. Κακό, ναι, πληρώνεις πρόστιμο.
Απαγορεύεται να πιεις 490ml μπύρας, 200ml κρασιού, 60ml ούζου, 55ml ουίσκι ή βότκας όταν οδηγάς. Κακό, ναι, θα σου πάρουν το δίπλωμα. Άσε που μπορεί να προκαλέσεις και ατύχημα.
Στα Δωδεκάνησα επίσης –δεν ξέρω αν ισχύει και αλλού- απαγορεύεται και το μάζεμα ρίγανης και οποιουδήποτε άλλου αρωματικού, φαρμακευτικού φυτού χωρίς την προηγούμενη άδεια της Διεύθυνσης Δασών Δωδεκανήσου. Αυτό δεν ξέρω αν είναι κακό, αλλά μάλλον κάτι θα ξέρουν οι ίδιοι.
Μπορώ να αραδιάσω ένα σωρό «απαγορεύεται», είτε από γραπτούς, είτε από άγραφους νόμους. Γιατί υπάρχουν και οι άγραφοι νόμοι που μας μιλούν για ηθικές αξίες και ιδανικά.
Εκείνοι που λένε: Απαγορεύεται να ακούσεις μουσική για σαράντα μέρες όταν κάποιο δικό σου πρόσωπο ανέρχεται εις τους ουρανούς.
Απαγορεύεται να φας κρέας για σαράντα μέρες πριν την Ανάσταση του Κυρίου.
Απαγορεύεται να κλέψεις, να γουστάρεις, ούτε καν να γλυκοκοιτάξεις τον άντρα ή την γυναίκα που είναι μέσα σε οποιουδήποτε είδους δεσμό, ειδικά σε γάμο.
Από «απαγορεύεται» λοιπόν η ζωή μας γεμάτη. Πώς και πόσο να αντέξει ένας άνθρωπος; Κάποια στιγμή, θέλωντας και μη θα πέσει στην αμαρτία. Εδώ όμως είναι το θέμα.
Ότι όλοι θέλουμε, σε όλους μας αρέσει και όλους μας ιντριγκάρει και μας ελκύει το απαγορευμένο.
Γιατί; Γιατί είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας λέει η μεγάλη Ρίτα Σακελλαρίου κι εγώ, η μικρή Ελίζα, θα συμφωνήσω και θα συμπληρώσω ότι είναι και αληθινό. Όταν παρεμβαίνεις σε οποιοδήποτε πρέπει ξυπνάει ο επαναστάτης μέσα σου, το πρέπει χάνεται πίσω σου και υποκλίνεσαι στο θέλω. Ακόμα κι όταν αυτό το θέλω είναι λάθος ρίχνεις την μάσκα σου και στέκεσαι γυμνός μπροστά στην αμαρτία σου. Είσαι αληθινός. Γιατί τα θέλω μας είμαστε και όχι τα πρέπει. Γιατί εκπληρώνοντας το θέλω σου νιώθεις ελεύθερος ακόμα κι αν είσαι δέσμιος σε ένα πάθος, νιώθεις πλήρης ακόμα κι αν δεν έχεις τίποτα, νιώθεις πρώτος ακόμα κι όταν έρχεσαι δεύτερος.
Επίσης είναι και θέμα εγωισμού πολλές φορές. Αυτό που δεν μπορούμε να έχουμε, αυτό κυνηγάμε. Το άπιαστο, το αβέβαιο, το τολμηρό, το διαφορετικό. Είτε θα διαρκέσει για λεπτά είτε για ώρες ή μέρες πάντα θα θέλουμε να κατακτήσουμε αυτό που δεν μας ανήκει, αυτό που δεν μπορούμε να φτάσουμε. Είναι στοίχημα με τον εαυτό μας που θέλουμε να κερδίζουμε. Γιατί έτσι είμαστε οι άνθρωποι, εγωιστές.
Έχουμε ένα τεράστιο άπληστο, αχόρταγο «εγώ» που όταν πεινάσει δεν μπορείς να το σταματήσεις. Κι όσο μεγαλύτερο το λάθος, τόσο πιο αχόρταγο γίνεται. Και αν τα γεύματά του είναι και συχνά και πλούσια τότε απλά ευχήσου να μην υπάρχει αυτή η θεία δίκη που λένε γιατί την κάτσαμε.
Και για να προλάβω κάποιους ηθικολόγους που θα βγουν πάλι και θα λένε τα δικά τους, το να σκέφτεσαι και να φαντασιώνεσαι το «απαγορευμένο» είναι εξίσου η ίδια αμαρτία με το να υποκύπτεις και να το ζεις.
Αν και είμαι σίγουρη ότι όλοι μας έχουμε υποκύψει σε μια αμαρτία, είτε μικρή είτε μεγάλη, είτε έχουμε τα κότσια να το παραδεχτούμε είτε όχι. Γιατί απλά δεν γίνεται να μην το κάνουμε έστω και μια φορά στην ζωή μας, έστω κι από περιέργεια. Δεν γίνεται. Αυτή η λαχτάρα που νιώθεις μέχρι να το κατακτήσεις, αυτό το άγχος του μυστηρίου, δεν μπορεί να μην σε ιντριγκάρει, να μην σε τσιτώνει και να μην σου γυρνάει το μυαλό. Δεν μπορεί. Κι αυτή η ικανοποίηση και η ευχαρίστηση όταν το εκπληρώνεις ή το κάνεις δικό σου όσο και να διαρκεί, δεν συγκρίνεται. Απλά δεν συγκρίνεται.
Γιατί ποιες είναι οι αναμνήσεις μας σε αυτή τη ζωή;
Το ξύλο που φάγαμε από τη μαμά στα δέκα γιατί φάγαμε όλη τη μερέντα.
Το πρώτο μας μεθύσι στα δεκαεπτά στο πρώτο πάρτι του σχολείου.
Εκείνη τη φορά που τρέχαμε στο κρατητήριο γιατί οδηγούσαμε το παπάκι χωρίς δίπλωμα ή το αμάξι με υπερβολική ταχύτητα.
Κι εκείνη τη νύχτα που κλέψαμε τον έρωτα κάποιου και τον κάναμε το δικό μας δίωρο πάθος.