Οι περισσότεροι ορίζουν το καλοκαίρι ως την ωραιότερη εποχή του χρόνου. Ελευθερία, ανεμελιά, ήλιος, θάλασσα, beach bar, κοκτέιλς, RnB.
Θα συμφωνήσω με τα τέσσερα πρώτα και θα αντικαταστήσω τις τρεις τελευταίες λέξεις με πανηγύρι, λούνα παρκ, μπίρες και βιολί.
Έχετε κάνει καλοκαίρι στο χωριό; Έχετε μυρίσει το βουνό δίπλα στη θάλασσα; Έχετε τρέξει κατοστάρι για να αποφύγετε τσμήνη από κουνούπια και μέλισσες; Έχετε κοιμηθεί με παράθυρα και μπαλκονόπορτες ορθάνοιχτες χωρίς φόβο; Ή στην παραλία, στην καλύβα χωρίς να σας νοιάζει μη σας κλέψουν; Σας έχει ξυπνήσει μετά από ξενύχτι η πολύ αγαπημένη κατά τ’ άλλα γιαγιάκα: «Ορέ Σπύρο, να μου αφήκεις δύο κιλά ψωμί, τι θα κάμω παστιτσάδα που αρέσει στα παιδιά»; Και το πιο συχνό;
Έχετε τσακιστεί από πλαστική καρέκλα που έσπασε στο πανηγύρι;
Ναι, ναι, στο πανηγύρι. Αυτό με τα πλαστικά άσπρα τραπέζια και τις εν λόγω πλαστικές άσπρες καρέκλες, με τις πολύχρωμες σημαιούλες και τα λαμπάκια από πάνω, τους πάγκους των πλανόδιων με τις πολύχρωμες τέντες και τα παιδικά παιχνίδια και μια άκυρη ορχήστρα στο βάθος να παίζει το «Ντάρι-Ντάρι» και τα άλλα αγαπημένα νησιώτικα. Που μυρίζεις τσίκνα από τα ψητά και που όλοι είναι με ένα σουβλάκι και μια παγωμένη μπίρα στο χέρι ιδρωμένοι από τον πολύ χορό. Να βλέπεις από τη μια τον γλυκούλη «τρελό» του χωριού να τρώει ψημένο καλαμπόκι χαρούμενος και από πίσω να ακούς τις γνωστές κουτσομπόλες θείτσες να λένε ποιος τα έφτιαξε με ποια και ποιος χώρισε, ενώ οι μοντέλες θα σχολιάζουν το ντύσιμο όλων.
Και αν παρατηρήσεις λίγο καλύτερα, σίγουρα κάπου θα δεις δύο δεκαπεντάχρονα μάτια να κάνουν νόημα σε δύο άλλα, γεμάτα λαχτάρα και αγωνία για να ξεφύγουν λίγο από τους γονείς και να βρεθούν πίσω από την εκκλησία στα κλεφτά για ένα φιλί.
Μια άλλη μέρα στο ίδιο χώρο ή λίγο πιο πέρα θα στηθεί το λούνα παρκ. Εδώ κι αν θα δεις ερωτευμένους. Πολύχρωμα φώτα, παιχνίδια και πλατιά χαμόγελα όπου κι αν κοιτάξεις. Από τον πιο μικρό που περιμένει τον μπαμπά του να πετύχει τον στόχο για να κερδίσει το αρκουδάκι να του το δώσει, από την κολλητή παρέα των οχτώ ατόμων που προσπαθούν να χωρέσουν στο παραβάν κοντεύοντας να το γκρεμίσουν για να μπουν όλοι στη φωτογραφία, από το ζευγαράκι που περπατάει χέρι χέρι, τρώνε μαλλί της γριάς, το αγόρι να πειράζει το κορίτσι γιατί λερώθηκε, εκείνη και καλά να του κάνει μούτρα κι εκείνος να την φιλάει στη μύτη λες κι είναι σκηνή από ρομαντική κομεντί, μέχρι τον παππού και τη γιαγιά που κάθονται στο παγκάκι και τρώνε παγωτό ενώ καμαρώνουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Σε όλα τα πρόσωπα θα δεις αποκλειστικά και μόνο πλατιά, αληθινά χαμόγελα και μάτια ευτυχισμένα. Στα συγκρουόμενα δε, όλοι γινόμαστε παιδιά.
Και σίγουρα τα βράδια που κατεβαίνεις στην παραλία να βρεις τους κολλητούς σου γύρω από τη φωτιά με τις κιθάρες, όλο και κάποιο ζευγαράκι θα δεις στον δρόμο πίσω από το ξωκκλήσι να απολαμβάνει έντονα το πάθος του, χωρίς να τους νοιάζει ο κίνδυνος να τους δεις!
Γιατί έτσι είμαστε εμείς εδώ. Ελεύθεροι και ακομπλεξάριστοι, ζούμε αληθινά.
Κι εσείς πηγαίνετε στο Super Paradise και την Punda. Αγοράστε πανάκριβες τις σαγιονάρες σας, αλείψτε τους κοιλιακούς σας με λάδι, πάρτε το κοκτεϊλάκι σας στο χέρι, παίξτε το ιστορία ενώ το στομαχάκι σας γουργουρίζει από την πείνα και προσποιηθείτε ότι διασκεδάζετε.
Και μετά φυσικά ελάτε στο χωριό να νιώσετε λίγο άνθρωποι και να είστε ο εαυτός σας. Να φάτε και λίγο φαγητό της μαμάς να λιγδώσει το αντεράκι σας. Και μέσα σας ξέρετε ότι έχω δίκιο.
Σε όσα κοσμοπολίτικα μέρη και να πάμε, όσες φορές και όσες ωραίες στιγμές κι αν ζήσουμε εκεί, δε συγκρίνονται με αυτές τις μαγευτικές διακοπές στο χωριό.
Γιατί στο χωριό η κάθε στιγμή είναι αληθινή.