Να που έρχεται η στιγμή «της επόμενης μέρας». Της μέρας, που καθώς ξημερώνει μοιάζει τόσο με την προηγούμενη, μόνο που καμία σχέση δεν έχει. Της μέρας που δε θα σου πει καλημέρα κι εσύ δε θα απαντήσεις πάλι καθυστερημένα γιατί δούλευες και δεν κοιτούσες το κινητό σου. Το απόγευμα δε θα βρεθείτε για το συνηθισμένο σας καφέ και το βράδυ δε θα είναι ο τελευταίος άνθρωπος που θα καληνυχτίσεις. Βέβαια ούτε κι ο πρώτος θα είναι.
Τρομακτική φαντάζει η επόμενη μέρα, μέχρι που απλά αναγκάζεσαι να τη ζήσεις, όπως και όλες τις επόμενες. Όλα ίδια και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικά. Η ζωή σου συνεχίζεται κανονικά -η δουλειά σου είναι εκεί και σε περιμένει, οι φίλοι που σε τσεκάρουν ανά ώρα για να ελέγξουν αν είσαι καλά, η μαμά σου που παίρνει τηλέφωνα να μάθει αν έφαγες, γιατί ξέρει ότι δε μαγειρεύεις και παραγγέλνεις μονίμως απ’ έξω. Όλα ίδια εκτός από ένα.
Κάθε χωρισμός κι μια απώλεια που πρέπει να πενθήσεις για να ξεπεράσεις. Βέβαια κάποιοι τα περνάνε μέσα σ΄ένα μήνα (τυχεροί θα έλεγα εγώ), ενώ για άλλους περνάνε χρόνια. Μόνο που για εμένα θα έπρεπε επίσημα να υπάρχει και ένα ακόμα στάδιο μετά απ΄αυτό της αποδοχής, που δε θα μπορούσε να είναι άλλο από τη «λήθη». Δεν αρκεί να αποδεχθείς μια απώλεια για να προχωρήσεις. Κάθε χωρισμός σου παίρνει και κάτι κι ίσως αν παίζαμε σε ταινία ν’ ακουγόταν αυτό το κρακ, αφού όντως κάτι μέσα μας σπάει.
Το τελευταίο λοιπόν και το πιο δύσκολο στάδιο είναι αυτό της λήθης. Εκεί όπου προσπαθείς να αναγκάσεις τον εαυτό σου να ξεχάσει στιγμές, γεγονότα κι αναμνήσεις που δε θέλεις ν’ αφήσεις πίσω. Εκεί που πρέπει να μάθεις πώς είναι να ζεις με μια συγκεκριμένη απουσία, ενώ καθόλου δε θα ήθελες να ξέρεις. Σού απαγορεύεις να χρησιμοποιείς ακόμα και λέξεις που λέγατε μεταξύ σας, λέξεις απλές, συνηθισμένες που σαν γλυκόλογα για εσάς έπαιρναν άλλο νόημα. Συνειδητοποιείς πως βγαίνει η ταινία που περιμένατε στο σινεμά που πηγαίνατε μαζί, μα πληγώνεσαι και μόνο στη σκέψη πως αυτή τη φορά θα τη δείτε χώρια. Πιθανό γι’ αυτό το λόγο να μην τη δεις και καθόλου. Ακόμα και το μπαρ στο αγαπημένο σας μαγαζί δεν είναι το ίδιο. Τόσα άτομα και πλέον μοιάζει άδειο.
Άντε ξέχνα τα όλα λοιπόν! Σχέδια, όνειρα, μαλώματα, αγκαλιές, ζήλιες. Και σαν να μη σου έφταναν όλα αυτά, έχεις και τα social media. Stories, βίντεο, φωτογραφίες, όπου όλοι δείχνουμε εικονικά ευτυχισμένοι ειδικά όταν χωρίζουμε κι ας μας παίρνει κάθε βράδυ με κλάματα ο ύπνος. Το άλλο πού το πας; Εν ενεργεία τώρα, αλλά δε στέλνει. Διαβάστηκε, δεν απαντήθηκε. Ενεργός πριν από 8 ώρες, αλλά πού στο καλό είναι τόσες ώρες; Κι αυτό το πολυπόθητο «πληκτρολογεί τώρα» να μην εμφανίζεται ποτέ.
Κάπου εκεί είναι η στιγμή που έρχεται το νέο του πρόσωπο, που φυσικά και δε συγκρίνεται μαζί σου, όπως σου λένε και όλοι οι -αντικειμενικότατοι σαφώς- φίλοι σου. Αρχικά το μαθαίνεις από τους γνωστούς καλοθελητές, αλλά μέσα σου το ήξερες ήδη πως αργά ή γρήγορα θα γινόταν. Άντε ξέχασε, τώρα να σε δω! Ίσα-ίσα τώρα είναι που περνάς τα στάδια από την αρχή, ειδικά αυτό του θυμού.
Σ΄αυτό το σημείο αρχίζεις να σκέφτεσαι πως οι διαγραφές και τα μπλοκαρίσματα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ίσως είναι η καλύτερη λύση. Κάποιοι θα πουν ότι είναι ανώριμο, μα πώς αλλιώς μπορείς να ηρεμήσεις από τις πληροφορίες που καθόλου δε θέλεις να γνωρίζεις σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα απ’ το χωρισμό σας;
«Μη μου τη λήθη ταράττε» λοιπόν, όπως έλεγε κι ο Αρχιμήδης, περίπου. «Μη μου ξυπνάς αυτά που αφήνω να κοιμούνται» έλεγε ο Shakespeare. Όπως κι αν το πεις σ΄αυτό που καταλήγω είναι, ότι το στάδιο της Λήθης αν κι έρχεται τελευταίο, διαρκεί περισσότερο από τα προηγούμενα κι είναι το πιο οδυνηρό. Μετά από ένα σημείο το μυαλό μπορεί και απωθεί αυτά που δε θέλει να θυμάται, γι’αυτό και αν το καταφέρεις να ξεχάσεις γίνεσαι πιο δυνατός, κρατώντας τα θετικά ως γλυκές αναμνήσεις και τα αρνητικά ως πάθημα που σου έγινε μάθημα. Για πείτε μου και εσείς ρε παιδιά όμως, οι άνθρωποι καταφέρνουν ποτέ να ξεχάσουν πραγματικά ή μήπως απλά συνηθίζουν;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου