Πόσες φορές έχουμε βρεθεί σε οικογενειακά τραπέζια και μας έχουν ρωτήσει πότε θα παντρευτούμε, πότε θα βρούμε μια καλύτερη δουλειά, πότε θα κάνουμε παιδιά, τι σκεφτόμαστε για το μέλλον κι άλλες τέτοιου είδους ενοχλητικές κι άκρως προσωπικές ερωτήσεις; Ερωτήσεις που τις περισσότερες φορές γίνονται χωρίς κανένα φίλτρο και απαιτούν απάντηση, που αν δε δοθεί αλλάζουν μορφή σε ένα ατελείωτο πείραγμα που καταλήγει να σε φέρνει ένα βήμα από το εγκεφαλικό. Δε λέω, μπορεί κάποιες φορές να είναι καλοπροαίρετες, να δηλώνουν πραγματικό ενδιαφέρον, όμως τις περισσότερες φορές αποτελούν αδιακρισία, θέμα σύγκρισης, προσπάθεια ελέγχου, ή απλά κουτσομπολιό.
Κι αυτή η ατάκα τα απογοήτευσης, όταν δεν ακούσουν την «κατάλληλη» απάντηση «υπάρχουν και χειρότερα» πόσο ντροπιαστικά εκνευριστική μπορεί να είναι. Πώς τα χειρότερα κάποιου μπορούν να μας κάνουν να νιώσουμε καλύτερα; Γιατί τα χειρότερα να αποτελούν κριτήριο στο ποια θα μπορούσαν να είναι τα καλύτερα;
Κατάλοιπα ολόκληρων γενεών που κληρονομούνται στον γενετικό μας κώδικα, αποτελούν κριτήριο για τη ζωή κάποιου. Σκεφτείτε πόσες φορές έχετε υπάρξει σε μια μάζωξη όπου μια ανύπαντρη γυναίκα γύρω στα 30 αντιμετωπίζεται από όλους σαν να έχει αποτύχει στη ζωή, μόνο και μόνο επειδή δεν «έχει βρει τον κατάλληλο και την έχει φάει η δουλειά». Ένας άνθρωπος στην πιο παραγωγική του ηλικία, στην καλύτερη φάση της ζωής του υποβιβάζεται, επειδή δεν έχει βρει «το άλλο του μισό». Μετά από αυτή την ερώτηση, έρχεται μια ακόμα πιο σοκαριστικά αδιάκριτη και σκληρή, η «πότε θα κάνεις ένα παιδάκι». Και σαφώς, δεν περιορίζεται μόνο στο γυναικείο φύλο. Ερωτήσεις που σε βάζουν σε θέση υπόδικου κι απαιτούν απαντήσεις που ούτε θέλεις να δώσεις, ούτε τις έχεις και για σένα. Πέραν του ότι μπαίνεις στη διαδικασία να υπερασπιστείς τα θέλω σου, λες κι είσαι σε πόλεμο.
Όλα αυτά ξεκινούν μέσα από το ίδιο μας το σπίτι, μέσα από την ίδια μας την οικογένεια. Παιδιά που μεγαλώνουν με μοτίβα και τα εφαρμόζουν στη ζωή τους μέχρι που γίνονται συνήθεια και πλέον δεν μπορούν να την αποχωριστούν. Σπασμένοι και καταρρακωμένοι άνθρωποι που προσπαθούν να χωρέσουν σε κουτάκια και κανόνες, που δε ζουν και δε χαίρονται γιατί «έτσι πρέπει να γίνει σε αυτή την ηλικία». Στα 18, αν δε δουλέψεις τώρα πότε; Στα 25, αν δε βρεις ένα καλό παιδί τώρα, πότε; Στα 30, αν δεν κάνεις ένα παιδί τώρα, πότε;
Το ερώτημα που παραμένει είναι γιατί θα πρέπει να καθορίζεται η ζωή κάποιου από την ηλικία του ή τους κανόνες μιας γενιάς στην οποία δεν ανήκει, λόγω σεβασμού προς την οικογένεια. Γιατί στα 25 και στα 30 μας κουβαλάμε το βάρος της ευτυχίας των γονιών μας, μέσα από το πώς κρίνουν πως θα έπρεπε ιδανικά να ζούμε. Η δουλειά του γονιού, του φίλου, του αδερφού δεν είναι να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να δει τα απωθημένα και τις απαιτήσεις του να παίρνουν σάρκα κι οστά πάνω στους οικείους του. Εκτός αν αυτό που θέλουμε ως κοινωνία είναι περισσότερους “τακτοποιημένους” αλλά δυστυχισμένους ανθρώπους, περισσότερους γονείς ασχέτως αν μπορούν ή όχι να υποστηρίξουν τα παιδιά τους, περισσότερα παιδιά στην παραγωγική γραμμή της χώρας, ασχέτως με το πόσα θα ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής τους.
Θεωρούμε δεδομένα τόσα πολλά, που στην ουσία είναι τόσο εύθραυστα, και που αν δεν τα έχουμε τίποτα δεν έχει σημασία, όπως η υγεία -είτε ψυχική είτε σωματική- η αγάπη, η συμπόνια, το ενδιαφέρον και μεταχειριζόμαστε, είτε τους γύρω μας, είτε τον ίδιο μας τον εαυτό με σκληρότητα, χωρίς επιείκειαγιατί θεωρούμε πως είναι κακό να μη «μοιάζουμε» στους άλλους, να μην είμαστε καλά ή να θέλουμε διαφορετικά πράγματα στη ζωή μας.
Την επόμενη φορά που θα σε ρωτήσουν “πότε θα παντρευτείς;” στο οικογενειακό τραπέζι, απάντησε, λοιπόν, με ειλικρίνεια πως δεν ξέρεις, δε σε αφορά κάτι τέτοιο, ή πως είναι πολύ ωραίο το κοτόπουλο σήμερα. Κι αν δεν πάρουν το μήνυμα, η επανάληψη θα κάνει τη δουλειά της.
O Η.J.Brown παροτρύνει «να θυμάσαι πως κάθε άνθρωπος που συναντάς κάτι φοβάται, κάτι αγαπά και κάτι έχει χάσει». Λίγη επιείκεια, λίγη αγάπη και συμπόνια κι ο κόσμος μας θα αλλάξει προς το καλύτερο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου