Τόσοι άνθρωποι πάνω στη γη, όλοι διαφορετικοί. Αναρίθμητοι πολιτισμοί, γλώσσες, ήθη κι έθιμα. Όλοι μαζί να συνθέτουμε ένα παζλ από κάτι λίγο παραπάνω από 6 δισεκατομμύρια κομμάτια. Αυτό όμως που μας ενώνει με ανθρώπους, συνθέτοντας μικρότερες υποομάδες, είναι ο πολιτισμός, τα έθιμα αλλά πάνω απ’ όλα μια κοινή γλώσσα.
Η ανάγκη να επικοινωνήσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους πιο εύκολα εξέλιξε τις γλώσσες, σε μια προσπάθεια να μοιραζόμαστε σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα. Μέσα απ’ αυτές τις ανάγκες και προκειμένου να αναπτυχθούν δεσμοί μεταξύ χωρών κι ανθρώπων που κατά βάση δεν έχουν κάτι κοινό, αλλά και για να διευκολυνθεί η ομαλή επικοινωνία μεταξύ ατόμων που δε μιλούν την ίδια γλώσσα, εξαπλώθηκαν γλώσσες ευρέως γνωστές και κοινές σε πολλούς λαούς. Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα παγκοσμίως, οι γλώσσες που μιλιούνται περισσότερο σύμφωνα με το in.gr είναι: «τα κινέζικα με 1,39 δισεκατομμύρια ανθρώπους, τα χίντι-ούρντου με 588 εκατομμύρια και ακολουθούν τα αγγλικά με 527 εκατομμύρια, η αραβική με 467 εκατομμύρια και τα ισπανικά με 389 εκατομμύρια ανθρώπους». Ωστόσο, επειδή το δημογραφικό επηρεάζει το πόσος κόσμος μιλάει μια γλώσσα ως μητρική, την πρωτιά σε δεύτερη κύρια γλώσσα που μιλιέται εκτός της μητρικής, παίρνουν τα αγγλικά.
Καταλαβαίνουμε ότι η αγγλική γλώσσα, άλλοτε σιωπηλά άλλοτε επίσημα γίνεται η δεύτερη γλώσσα που επιλέγουμε να διδαχθούμε ώστε να μπορούμε να συνεννοηθούμε και να επικοινωνήσουμε καλύτερα, απλούστερα, γρηγορότερα. Τα οφέλη μια κοινώς διαδεδομένης ομιλούμενης γλώσσας είναι πολλά, μεταξύ των οποίων είναι πνευματική διεύρυνση, το γεγονός ότι συμβάλει σε κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο φέρνοντας κοντά φαινομενικά διαφορετικούς ανθρώπους, στη διεύρυνση του κόσμου με την ευρεία έννοια, τη διεύρυνση, δηλαδή, των ορίων μεταξύ των κρατών, χωρίς το κάθε κράτος να χάνει την ταυτότητά του.
Υπάρχουν όμως κι αυτές οι χώρες που δεν έχουν καμία διάθεση να προσπαθήσουν να εντάξουν μια δεύτερη γλώσσα στην εμβέλειά τους. Σαν πρώτη λοιπόν, πιο διαδεδομένη, εξίσου μισητή από κάποιες χώρες είναι η αγγλική. Όσο και να μη μας αρέσει. Η κουλτούρα μας υπαγορεύει μία τουλάχιστον δεύτερη ξένη γλώσσα εκτός της μητρικής. Η αδιαμφισβήτητη επικράτηση της αγγλικής έχει δημιουργήσει έχθρες κι αντιπαλότητες σε χώρες που αντιστέκονται σθεναρά να ομογενοποιηθούν, θεωρώντας ότι η γλώσσα τους είναι πιο σημαντική κι ίσως αλλοιωθεί με την προσθήκη της αγγλικής.
Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι στον πυρήνα τους όλες οι γλώσσες έχουν κάτι κοινό. Εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, την επικοινωνία. Ίσως ακόμα θεωρούν ότι αυτό τους κάνει ανώτερους από άλλες χώρες. Πιστεύουν πως δε χρειάζεται να «εξάγουν» κάτι παραπάνω από αυτό που μπορούν να δώσουν, κλείνοντας τη πόρτα σε μια τεράστια δεξαμενή δυνατοτήτων. Στην Ελλάδα προφανώς και δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, αφού τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία ξεκινούν να εξασκούνται σε δεύτερη ή και τρίτη ξένη γλώσσα, αποκτώντας πρόσβαση σε μια τεράστια πηγή γνώσεων κι ευκαιριών. Σε αντίθεση με τη Γαλλία, για παράδειγμα, που θεωρεί τη γλώσσα της τόσο σημαντική που δε θέλει να την αλλοιώσει. Το παράδειγμά της ακολουθεί η Ιταλία, η Ολλανδία κι άλλες ευρωπαϊκές αλλά και μη χώρες.
Δυστυχώς ή ευτυχώς τα αγγλικά πλέον έχουν γίνει η γλώσσα της έρευνας, της αγοράς και της τεχνολογίας. Χώρες όπως η Γαλλία πιστεύουν πως μπορούν να αρκεστούν εντός των ορίων τους, κάτι που δεν μπορεί να γίνει εκ των πραγμάτων. Το φαινόμενο της Γαλλίας συναντάται σε πολλές χώρες, κάνοντας τόσο διακριτή την αποστροφή για μια κοινή γλώσσα, με τρανταχτό παράδειγμα το γεγονός ότι ακόμα κι οι αγγλόφωνες ταινίες μεταγλωττίζονται μόνο στη γαλλική. Άλλες φορές πάλι, η αποστροφή οφείλεται σε βαθύτερα αιτία, ίσως ιστορικά, καθώς η αγγλική γλώσσα θεωρείται η γλώσσα της αποικιοκρατίας ή είναι απλώς θέμα πρεστίζ. Παρ’ όλα αυτά η αντίσταση δεν προσφέρει κάτι παραπάνω εκτός από παράταση για την αποδοχή του αναπόφευκτου. Εν τέλει υιοθετούνται λέξεις από την αγγλική για να δείξουμε ότι έχουμε γνώσεις ή για να αποκτήσουμε γνώσεις ευκολότερα, ή απλώς για να συνεννοηθούμε. Κι αυτό είναι απλώς γεγονός.
Αυτό που πρέπει ν’ αποδεχθούμε παγκοσμίως είναι πως τ’ αγγλικά έχουν μπει σε περίοπτη θέση εφόσον χρησιμοποιούνται είτε για την εύρεση εργασίας με καλύτερες προοπτικές, για εμπορικούς σκοπούς, είτε στο φάσμα των επιστημών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η χρήση τους, σκοπός τους είναι να εξομαλύνουν και να διευκολύνουν την επικοινωνία και την κατανόηση μεταξύ των λαών, χωρίς να αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά των τοπικών γλωσσών. Επομένως όχι, φίλε Γάλλε μη με κοιτάς με μισό μάτι επειδή σε ρωτάω πού να πάω στ’ αγγλικά επειδή έχασα τον δρόμο. Πες left ή right και μίλα μετά την ομολογουμένως φοβερή σου γλώσσα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου