Ερχόμενοι σ’ αυτόν τον κόσμο μαθαίνουμε ενστικτωδώς ν’ αναγνωρίζουμε το περιβάλλον μας, να εμπιστευόμαστε, ν’ αγαπάμε. Περνώντας τα χρόνια της ζωής μας αφήνουμε στην άκρη το ένστικτο κι αρχίζουμε να κινούμαστε πιο πολύ με τη λογική. Κρύβουμε τα συναισθήματά μας πίσω από λέξεις. Ντύνουμε τις στιγμές μας με λόγια. Αγαπάμε αυτό που κάποιος άλλος μας έχει περάσει σαν εξ ορισμού αξιαγάπητο. Δεν αναρωτιόμαστε σχεδόν ποτέ γιατί παραγκωνίζουμε το ένστικτό μας κι οδηγούμαστε από κανόνες.
Πολλές φορές μας έχει τύχει να γνωρίσουμε έναν άνθρωπο και να τον συμπαθήσουμε ή να τον αντιπαθήσουμε πριν καν ανταλλάξουμε κουβέντα, με τη πρώτη ματιά, χωρίς να τον ξέρουμε. Η επιστήμη έρχεται για ακόμα μια φορά να δώσει την απάντηση. Σύμφωνα με τον μοριακό βιολόγο και καθηγητή του Στάνφορντ, Bruce Lipton, στο βιβλίο του “Η βιολογία της Πεποίθησης” αναφέρονται δυο τρόποι επικοινωνίας. Ο ένας είναι η γλώσσα κι ο άλλος ο ενεργειακός. Η γλώσσα αναπτύχθηκε από τους ανθρώπους ως τρόπος επικοινωνίας και πολλές φορές χρησιμοποιείται για να καλύψει και να κρύψει συναισθήματα και συμπεριφορές. Να εκλογικεύσει αυτό που ενστικτωδώς ίσως θεωρούμε λάθος. Ο ενεργειακός τρόπος, σύμφωνα με το βιβλίο, βασίζεται σε μια απλή αρχή: στην ενέργεια που εκπέμπεται από ένα άτομο. Όταν δύο όμοιες ενέργειες συναντηθούν, αθροίζονται δημιουργώντας ένα μεγαλύτερο μαγνητικό πεδίο. Στην ουσία είναι επικοινωνία δονήσεων και συχνοτήτων.
Πόσο ασφαλής αισθάνεσαι στη σχέση σου;
Κάνε το τεστ με τις 100 ερωτήσεις
+ 13 σελίδες report με τα προσωπικά σου αποτελέσματα!
Επίσης, διαχωρίζει τα είδη των ενεργειακών παρεμβολών ως εποικοδομητικές και μη. Στην εποικοδομητική μορφή λαμβάνουμε καλές δονήσεις και θετική ενέργεια, αισθανόμαστε όμορφα με τον άλλο, πιο σίγουροι. Σε αντίθεση με δύο ενέργειες που συναντιούνται κι η μια εξουδετερώνει την άλλη, βυθίζοντάς μας σε μια άσχημη η εχθρική διάθεση.
Πιστεύουμε πως μιλάμε για πράγματα αόρατα κι ανύπαρκτα, για θεωρητικές ενέργειες και δονήσεις. Δεν είναι έτσι όμως. Γιατί όταν βλέπουμε ένα ερωτευμένο ζευγάρι λέμε πως υπάρχει χημεία; Μάλλον επειδή όντως υπάρχει κάποια βιοχημική αντίδραση που κάνει δυο ανθρώπους να ερωτεύονται. Οποιαδήποτε εικόνα ή συναίσθημα έχουμε στο μυαλό μας, δημιουργεί μια χημική απόκριση στον εγκέφαλο, η οποία κατ’ επέκταση ορίζει την ομοιόσταση του οργανισμού μας. Όσο και αν μας φαίνεται περίεργο είναι μια μέθοδος η οποία χρησιμοποιείται χρόνια τώρα για την καταπολέμηση πολλών ασθενειών και τη δημιουργία φαρμάκων. Η πιο γνωστή μέθοδος είναι αυτή των βλαστοκυττάρων.
Κάτι τέτοιο εφαρμόζεται και στον έρωτα, όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Bruce Lipton “Το φαινόμενο του Μήνα του Μέλιτος”. Αφού πρώτα διαχωρίζει τον συνειδητό και υποσυνείδητο νου, εξηγώντας ότι ο συνειδητός είναι αυτός που μας κάνει ξεχωριστούς, μοναδικούς. Ο υποσυνείδητος είναι αυτός που ορίζει τις εφαρμογές παρασκηνίου, τις ακούσιες ενέργειες που κάνουμε. Όταν ερωτευόμαστε, ο συνειδητός νους είναι αυτός που απαντάει σκεπτόμενος λογικά, όμως ανατρέχει στις πληροφορίες που έχουν αποθηκευτεί στη βιβλιοθήκη του υποσυνείδητου. Μια βιβλιοθήκη που έχει δημιουργηθεί από πολύ μικρή ηλικία.
Μέχρι την ηλικία των 7 περίπου, τα παιδιά λειτουργούν σαν καθρέπτες, σαν υπολογιστές χωρίς σκέψη, δημιουργώντας ταυτόχρονα έναν σκληρό δίσκο συμπεριφορών για όταν θ’ αναβιώσουν παρόμοιες καταστάσεις. Όταν λοιπόν βρισκόμαστε στη φάση του έρωτα, όλη η προσοχή μας στρέφεται στη σχέση, θέλοντας να τη ζήσουμε. Αυτό ορίζεται ως φαινόμενο του μήνα του Μέλιτος, δηλαδή η περίοδος όπου όλα μας φαίνονται όμορφα, είμαστε χαρούμενοι, ενθουσιασμένοι, αγαπώντας δυνατά κι εκπέμποντάς το. Παρ’ ολ’ αυτά δε σταματάμε να ζούμε την καθημερινότητά μας, να πηγαίνουμε στη δουλειά μας, να συναναστρεφόμαστε άλλους ανθρώπους.
Σιγά σιγά το μυαλό ξεφεύγει από αυτήν την κατάσταση ευφορίας. Μπαίνει στο παιχνίδι ή καθημερινότητα και το στρες, αλλάζοντας τα δεδομένα. Γινόμαστε πιο κυνικοί κι ίσως ασυναίσθητα μπορεί να γίνουμε απότομοι με τον σύντροφό μας. Η λύση όμως δεν είναι να καβγαδίσουμε αλλά ν’ αναλογιστούμε γιατί χανόμαστε σε σκέψεις που μας ρίχνουν και μας αγχώνουν. Αυτό το καταφέρνουμε μόνο μέσω της επανάληψης αφού ο υποσυνείδητος νους μαθαίνει με αυτή, σε αντίθεση με τον συνειδητό που μαθαίνει από τις πληροφορίες που δέχεται. Μια αρχή που χρησιμοποιείται στην ψυχολογία, υποστηρίζει ότι επαναλαμβάνοντας πράγματα που μας κάνουν να νιώθουμε συγκεκριμένο συναίσθημα μπορούμε να προγραμματίσουμε το μυαλό μας να σκέφτεται αναλόγως. Για παράδειγμα, εάν μια αγκαλιά από τον άνθρωπο που αγαπάς σε κάνει κι αισθάνεσαι ασφαλής κι έχεις μάθει να τη δέχεσαι, τότε υποσυνείδητα αναζητάς αυτήν την αγκαλιά όταν δεν αισθάνεσαι καλά.
Εν κατακλείδι, είμαστε μια μηχανή, μια χημική αντίδραση που μοιραζόμαστε πληροφορίες. Μπορούμε να ορίσουμε τον τρόπο που θα ζήσουμε. Να προγραμματίσουμε, να διορθώσουμε και να εκπέμψουμε την ενέργεια που θα επιλέξουμε. Κανείς δε γεννιέται καλός η κακός, μίζερος ή ευτυχισμένος. Κάπου στη μέση χανόμαστε. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα χέρι να μας τραβήξει ξανά στο φως.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου