Η ψυχοθεραπευτική σχέση συγκαταλέγεται σε αυτές τις περίπλοκες, μυστηριώδεις και απείρως θελκτικές σχέσεις. Η κατάσταση που βρίσκονται οι άνθρωποι στο πρώτο ραντεβού με το θεραπευτή τους, αποτελεί τον ένοχο πίσω από την πιθανή εξέλιξη της σχέσης. Οι ασθενείς έχουν την τάση να ερωτεύονται τον ψυχοθεραπευτή τους κι αυτό είναι κάτι που όλοι γνωρίζουν, αλλά κανένας δεν παραδέχεται.
Αποτελεί μια αποδεκτή παραδοχή στον κόσμο της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, συνεπώς έχουν αναζητηθεί οι αιτίες αλλά και οι τρόποι διαχείρισης του εν λόγω φαινομένου.
Όλα ξεκινούν από τους ρόλους που υιοθετούνται σε αυτό το σχήμα σχέσης. Ο θεραπευτής σαφώς και παίζει το ρόλο του σωτήρα. Έχει κύρος, εξουσία απέναντι στον ασθενή και ουσιαστικά αφήνει να φανεί μόνο η επαγγελματική πλευρά του. Είναι εκεί πάντα για τον ασθενή του, απόλυτα αφοσιωμένος ακροατής και πολλές φορές παίζει το ρόλο του μοναδικού εναπομείναντα ανθρώπου στο πλάι του θεραπευόμενου. Συνυφασμένος με μία μυστηριώδης αύρα, ο θεραπευτής παίρνει μυθικές διαστάσεις. Φαίνεται δυνατός, αγέρωχος, συμπονετικός, αποκλειστικά δικό σου πλεονέκτημα. Και όμως, αυτή είναι μόνο μία από τις πολλές του πλευρές. Η πλευρά που απαιτείται να παρουσιαστεί και να «φροντίσει» τον άνθρωπο που στέκεται απέναντί του.
Από την άλλη, ο ασθενής άμεσα, λαμβάνει το ρόλο του «πνιγμένου», αυτού που αποζητάει απελπισμένα βοήθεια. Πριν καν μπει στο γραφείο, νιώθει ότι έχει κλείσει ραντεβού με κάποιον που κρατάει τη λύση στα χέρια του. Υποσυνείδητα, μέσα μας, αυτός που έχει τη λύση είναι και αυτός που έχει την εξουσία. Συνεπώς, ξεκινάμε το παιχνίδι με άνισους ρόλους. Στα μάτια του θεραπευτή του, διακρίνει την ελπίδα. Στο γραφείο του, το καταφύγιό του. Η θεραπευτική εργασία παίρνει τη μορφή της ενθάρρυνσης που τόσο έχει ανάγκη για να πιστέψει. Και αν δώσεις πίστη σε έναν άνθρωπο, μπορεί να σου δώσει και την ψυχή του.
Υπάρχουν τρεις γενετήσιες ανάγκες για όλους τους ανθρώπους. Θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι. Με κάθε κόστος και με οποιοδήποτε τρόπο. Σου φτάνει να νιώθεις ότι έχεις ελευθερία ακόμα και όταν είσαι πιο φυλακισμένος από ποτέ. Ο θεραπευτής σου, σε αφήνει να γίνεις αυτό που θέλεις να είσαι πραγματικά. Και αυτό είναι η επιτομή της ελευθερίας. Βέβαια πόσο ελεύθερος είσαι όταν είσαι υπόδουλος των ίδιων των αναγκών σου;
Δεύτερη ανάγκη. Θέλουμε να ακουγόμαστε. Ο ψυχολόγος σε ακούει, αφουγκράζεται τα νοήματα πίσω από τις λέξεις που με προσπάθεια βγάζεις. Ξεκουράζει τη σκέψη σου και μορφοποιεί όλα όσα φοβήθηκες ποτέ να αντιμετωπίσεις.
Τρίτη ανάγκη. Πεθαίνουμε να ανήκουμε κάπου. Να είμαστε μέλη μιας ομάδας. Να ανήκουμε σώμα και πνεύμα σε κάποιον. Να μας ανήκει κάποιος. Αποζητάμε το «εμείς», μέσα από την ισχυροποίηση του «εγώ». Πριν πας στο πρώτο σου ραντεβού, γνωρίζεις πως εκεί θα αποτελέσεις μέρος μιας διαδικασίας. Ο ψυχολόγος θα πάρει τη θέση του προπονητή και εσύ με πειθαρχία, συνέπεια και φαντασία θα φτάσεις στο στόχο σου με το «μαζί» που τόσο ενδόμυχα επιθυμούσες.
Τρεις ανάγκες προσωποποιημένες σε έναν άνθρωπο. Και έτσι, ο ασθενής ερωτεύεται όχι τον άνθρωπο που έχει απέναντι του αλλά τις ίδιες του τις αντανακλάσεις. Ερωτεύεται όλα όσα θέλει να έχει, να κατακτήσει και να διατηρήσει, όλα αυτά που μέσα από το πρόσωπο του θεραπευτή του δίνονται στο πιάτο χωρίς καμία προσπάθεια. Όλα όσα βλέπεις στα μάτια του, όλα τα έχεις μέσα σου.
Θέλεις να θαυμάσεις, να ακουστείς, να επικοινωνήσεις εκ βαθέων, να ενθαρρυνθείς, να επιβεβαιωθείς. Έχεις την ανάγκη να αγαπήσεις και να αγαπηθείς και όπως φαίνεται η θεραπευτική σχέση είναι το «μωρό» της πρώτης αγάπης με τον ίδιο σου τον εαυτό. Ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου δεν είναι θεός. Έχει τα πάθη του, τις περιέργειες και τις ιδιοτροπίες του αλλά εκείνη τη μοναδική ώρα που είναι απέναντί σου είναι σώμα και πνεύμα ο καλύτερος επαγγελματίας που μπορεί μόνο για σένα. Αφήνει στην άκρη τα βιώματα, τις σκέψεις και τις καθημερινές του συνήθειες και γίνεται μόνο για σένα ο κλειδοκράτορας που τόσο έχεις ανάγκη αυτή τη στιγμή.
Ερωτεύεσαι τον κλειδοκράτορα, αυτόν που θα σου δώσει το κλειδί για να ανακαλύψεις τους δικούς σου θησαυρούς και έρωτας με ανταμοιβές δε λέγεται έρωτας, αλλά οφθαλμαπάτη.
Δεοντολογικά και ηθικά απαγορεύεται οποιαδήποτε άλλη μορφή σχέσης ανάμεσα στους δύο ρόλους. Και αυτό γιατί πάντα ο θεραπευτής θα έχει την εξουσία στα χέρια του και θα μπορεί να χειριστεί τον ασθενή του όπως αυτός θέλει. Έτσι αν τύχει και ερωτευτεί ο ασθενής τον ψυχοθεραπευτή του, είναι αναγκαίο να παραπεμφθεί σε άλλον θεραπευτή για την ομαλότερη ολοκλήρωση των συνεδριών. Σύμφωνα, βέβαια με παλαιότερες προσεγγίσεις, η θεραπευτική σχέση αποτελεί την κινητήριο δύναμη προς την θεραπευτική αλλαγή, οπότε γίνεται και προσπάθεια διαχείρισης και αξιοποίησης των συναισθημάτων τους ασθενούς εν ώρα συνεδρίας. Αλλά, αν ξεπεραστούν τα όρια και μεγεθυνθούν τα αισθήματα, η διακοπή της συνεργασίας καθίσταται αναγκαία.
Όπως βλέπουμε, ο θεραπευτικός δεσμός αποτελεί έναν αέναο χορό ανταλλαγής ρόλων, ιδεών, συναισθημάτων και προκλήσεων. Στο πρόσωπο του θεραπευτή σου μπορεί να βρεις τον καλύτερο σύμμαχο και φυσικά να τον μετουσιώσεις νοητικά στον ιδανικότερο σύντροφο. Κανείς όμως δε θέλει έναν σύντροφο- επαγγελματία, full time. Ίσως δημιουργεί τρομερά σενάρια στο μυαλό, αλλά κανένα από αυτά δεν είναι πραγματικό. Αν σου συμβεί, μην τρομάξεις, είναι ανάγκη να γνωρίζεις πως ο έρωτας προς αυτόν είναι η μάσκα που φοράει η βαθύτερη ανάγκη σου για αλλαγή τρόπου σκέψης και ζωής.
Τέλος, οι «απαγορευμένοι» έρωτες έλκουν σαν μαγνήτες αλλά απωθούν ταυτόχρονα, όσους πραγματικά έχουν στόχο και θέληση για αλλαγή.
Εσύ λοιπόν, πού διαλέγεις να ανήκεις;
Eπιμέλεια Κειμένου Χαράς Βλαχοδήμου: Σοφία Καλπαζίδου