Βγάζει το όπλο σε ευθεία βολή, πυροβολεί, σκοτwνει, επιβιβάζεται στο περιπολικό και φεύγει.
Η παραπάνω περιγραφή θα μπορούσε να ήταν η έναρξη ενός μυθιστορήματος, είτε του Χίτσοκ είτε της Αγκάθα Κρίστι. Δεν είναι όμως.
Ας το πάρουμε από την αρχή: Ημέρα Σάββατο 6 Δεκεμβρίου του έτους 2008, μεγάλη γιορτή, βλέπεις, του Αγίου Νικολάου. Κόσμος έξω να γιορτάζει σε όλες τις περιοχές της Αθήνας κι όχι μόνο. Την ίδια κοσμοσυρροή την έβλεπες, τη βίωνες σε κάθε στενό των Εξαρχείων· παρέες διαφόρων ηλικιών γιόρταζαν, έπιναν, διασκέδαζαν. Μέσα σε όλη την αυτήν την ευφορία, από την οδό της Ζωοδόχου Πηγής εμφανίστηκε ένα περιπολικό, όπου λίγο αργότερα οι αστυνομικοί που επέβαιναν εντός του, επί της οδού Ναυρίνου, προκάλεσαν σθεναρά τις παρακείμενες καθήμενες παρέες. Μέσα σε αυτές τις παρέες ήταν η παρέα του Αλέξη. Ακολουθήθηκε έντονο φραστικό επεισόδιο μεταξύ των οργάνων του κράτους και των παιδιών. Μεταξύ των πολλών, ο ένας ένστολος είπε, απευθυνόμενος στα παιδιά: «εσείς ρε θα μας διώξετε από τα Εξάρχεια;». Συνόδευσε τη φράση του και με άλλα ευφάνταστα κοσμητικά επίθετα. Και θα μπορούσε να είχε λήξει εκεί. Δεν έληξε όμως.
Η παρέα των παιδιών, κατευθύνθηκε, έπειτα, πεζή στη συμβολή των οδών Μεσολογγίου και Τζαβέλα, συνεχίζοντας να λογομαχούν με τα κρατικά όργανα όπου τους ακολουθούσαν. Μέχρι που ο 37χρονος ειδικός φρουρός εν ονόματι Επαμεινώνδας Κορκονέας, έβγαλε από τη θήκη το υπηρεσιακό όπλο, στόχευσε την παρέα, πάτησε τη σκανδάλη, και πάγωσε μια για πάντα τους δείχτες του ρολογιού. Η ώρα 21:00 το βράδυ. Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος ετών 15, δε θα πάει στο σχολείο ποτέ ξανά, δε θα γιορτάσει ποτέ ξανά τον φίλο του τον Νίκο. Δε θα ζήσει τίποτα από όσα θα έρθουν. Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δ@λοφονήθηκε από τον 37ο ειδικό φρουρό.
Νεκρική σιωπή τα πρώτα λεπτά. Πάγωσαν όλοι στο άκουσμα του κρότου της σφαίρας. Μόνο οι φίλοι του ούρλιαζαν, μόνο οι φίλοι του ένιωσαν πώς είναι να ρέει καυτό το αίμα από ένα έφηβο σώμα.
Στο άκουσμα της είδησης του θανάτου ενός παιδιού, ποιος είναι αυτός που δε λυγάει, που δε βράζει από οργή; Η γενιά μας τότε αντάριασε, αμέσως έγιναν οι πρώτες κινητοποιήσεις στις σχολές, δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε, όυτε να αφήσουμε να περάσει τόσο ήσυχα αυτό το γεγονός. Παιδί δ@λοφονήθηκε που να πάρει, παιδί, από όργανο της τάξης! Την ώρα που τα Μέσα Μαζική Εν(ξ)ημέρωσης αναρωτιόντουσαν «τι δουλειά είχε ένα 15χρονο στα Εξάρχεια», την ώρα που όλοι δήλωναν σοκαρισμένοι για τις τζαμαρίες και τις λαμαρίνες, όχι όμως για το κορμί ενός παιδιού που κείτονταν παγωμένο επί της οδού Μεσολογγίου, εκείνη την ώρα η νεολαία αποφάσισε να μιλήσει.
Το σύνθημα που στιγμάτισε τη γενιά εκείνη ήταν ένα «στις τράπεζες λεφτά, στη νεολαία σφαίρες». Κανένας Δεκέμβρης δεν ήταν ξανά ίδιος. Έγινε συνώνυμος του θυμού, της μνήμης και της ιστορίας που δεν ξεγράφει. Πώς δίδεται ένα όπλο σε έναν άνθρωπο του κράτους, ποια είναι τα ψυχικά κριτήρια, τι μόρφωση έχουν όσοι τα κρατάνε και πάει λέγοντας. Από εκείνον τον Δεκέμβριο δε σταμάτησαν να γίνονται αυτές οι ερωτήσεις. Από τότε κανένας δεν είναι ίδιος, καθώς κουβαλάει πάντοτε την οσμή του αίματος και του δακρυγόνου.
Αυτές οι μέρες είναι του Αλέξη, θα είναι δικές του, του το οφείλουμε. Εκείνου που σήμερα θα ήταν 30 ετών, όπως εμείς που τότε ήμασταν έφηβοι και μεγαλώσαμε βγαίνοντας γι’ αυτόν στον δρόμο. Κάθε χρόνο. Ίσως είχε μεταπτυχιακό, ίσως είχε παιδιά, ίσως να μην είχε τίποτα από όλα αυτά και να ήταν ένας ακόμα τριαντάχρονος που μένει με τους γονείς του διότι δε θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στο κόστος ζωής. Δε μεγάλωσε ποτέ, όμως εμείς, το κάναμε για εκείνον. Και δε θα ξεχάσουμε.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου