Το βράδυ της 14ης Ιουνίου θα μείνει ανεξίτηλα λαξευμένο στη μνήμη, στην καρδιά, στις αισθήσεις όσων βρεθήκαμε στα 50 Χρόνια του Βασίλη, που δεν τρώει τη φόλα μισό αιώνα τώρα, που τα θέλει όλα και χαρίζει άλλα τόσα στο κοινό του. Το σκηνικό βγαλμένο ίσως από την πιο ιερή μυσταγωγία· χαμηλός φωτισμός, κόσμος όλων των ηλικιών, κόσμος ετερόκλητος, ο οποίος δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως φανατικό κοινό του απαραίτητα, αλλά ένιωσε την ιστορικότητα της στιγμής. Ο ουρανός πήρε όλων των ειδών τα χρώματα σε διάφορους σχηματισμούς κι έκανε τα δικά του παιχνίδια, δίνοντας μια ξεχωριστή πινελιά στη σύνθεση του σκηνικού.

Ο δείκτης του ρολογιού έδειξε 21:15. Η σκηνή ντύθηκε στα κόκκινα, ένας μελωδικός ήχος χάιδεψε εκατό χιλιάδες αφτιά. Ανατριχίλα. Βγήκε στη σκηνή ο Βασίλης, το πάρτι γενεθλίων του είχε μόλις αρχινήσει. Μίλησε για τον αγαπημένο του Κουρσάρο με το ίδιο πάθος, σαν τον τραγουδάει πρώτη φορά. Το πλήθος εκστασιασμένο, ταυτίστηκε με κάθε νότα του, με κάθε γύρισμά του. Η αισθαντικότητα τού καλλιτέχνη στο ζενίθ. Τον νιώθαμε, μας ένιωθε. Οι παλμοί όλων σε μια αρμονία συντονισμού. Παρασύρθηκαν ακόμα κι οι πιο αδιάφοροι.

Η Δύση του ηλίου είχε λάβει πλέον χώρα, με αποτέλεσμα η Ακρόπολη να στέκει επιβλητικά κι αγέρωχα φωτισμένη πίσω του. Ανάμεσα στα κομμάτια του, προζάρει, θυμάται, αναπολεί σημαντικές στιγμές της πορείας του, από τη φοιτητική του παρέα στο Παρίσι, όπου αγωνίστηκαν μαζί· τους ευχαρίστησε έναν έναν, από τον Μίκη Θεοδωράκη ως τον Μάνο Λοΐζο, δείχνοντας για ακόμα μια φορά το μεγαλείο του ως άνθρωπος. Η χροιά της φωνής του άλλαξε, μαλάκωσε. Ο ίδιος συγκινήθηκε όπως όλοι μας, βλέπεις, μέσα σ’ ένα βράδυ κάναμε ένα από τα πιο ωραία μαθήματα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι πιο παλιοί του πλήθους θυμήθηκαν μαζί του, οι νεότεροι έμαθαν, θαύμασαν, ετοιμάστηκαν για τις δικές τους νίκες.

Η βραδιά συνεχίστηκε με τις ιαχές του κόσμου να ξυπνούν τα βαριά -με ιστορία- λευκά μάρμαρα του Παναθηναϊκού Σταδίου: «Βασίλη ζούμε για να σ’ ακούμε». Μεγάλη αλήθεια, όπως επίσης αλήθεια είναι ότι τα πιο καλά παιδιά πιστεύουν σε παραμύθια. Ένα απ’ αυτά, ήταν κι η χθεσινή βραδιά. Ο κόσμος έγινε μάρτυρας της πιο συγκινητικής συνύπαρξης πάνω στη σκηνή, μεταξύ του καλλιτέχνη και της Τάνιας Κικίδη. Στο «Πόσο μου Λείπεις» αντάριασαν και τα φύλλα των δέντρων, θρόισαν σαν να θυμήθηκαν κι εκείνα το «λάλον ύδωρ» που τους λείπει. Απίστευτη στιγμή, κατανυκτική ησυχία και σαν ήχησε το “Κρύψου” διότι ο Παπακωνσταντίνου έχει δέσει περίτεχνα όλα τα βιώματά μας σε μουσικές, ντυμένες με στίχους ονειρικούς. Η βραδιά έκλεισε με ένα στάδιο όρθιο να τον αποθεώνει- το λιγότερο άλλωστε που μπορείς να κάνεις γι’ αυτόν τον καλλιτέχνη. Δε θέλαμε να τελειώσει τούτη η στιγμή.

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, έκλεισε πενήντα ασυμβίβαστα χρόνια στη μουσική σκηνή. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που τον κάνει τόσο ξεχωριστό κι αγαπητό είναι εκείνη η ερωτική σχέση που έχει με το μικρόφωνο αλλά και το ιδιωματικό του πάθος που σου μεταδίδει, είτε τραγουδάει Καρυωτάκη είτε τραγουδάει τη Βικτώρια. Είναι εκείνος που σου υπενθυμίζει πως, ακόμα κι αν ψάχνεις την ταυτότητά σου απ’ τα δεκαεννιά, δεν πρέπει να τρως τη φόλα του εκάστοτε συστήματος. Είναι εκείνος που υμνεί τον ελεύθερο, ανεξάρτητο έρωτα, εκείνον που τον τρομάζει η μυρωδιά της φορμόλης. Είναι εκείνος που αρνιέται την ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων.

Σε ευχαριστούμε, λοιπόν, Βασίλη, για τη μοναδικότητα της βραδιάς, σ’ ευχαριστούμε που υπάρχεις ώστε να μας θυμίζεις εκείνη την πλευρά της μουσικής, της ιστορίας, της κοινωνίας που θα θέλαμε να είχαμε. Σ’ ευχαριστούμε που μας υπενθυμίζεις να ζούμε, να αναπνέουμε, που είσαι σύμμαχός μας σε κάθε είδους επανάστασης, είτε εσωτερικής, είτε εξωτερικής πάλης. Ραντεβού στα εκατό, στο ίδιο μέρος κι υποσχόμαστε να συνεχίζουμε να ζούμε για να σ’ ακούμε.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Αμέλια Έβανς
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου