«Γνωριμία, ενθουσιασμός, προσκόλληση,

έρωτας, έρωτας, έρωτας,

αμφιβολία, φόβος, αποξένωση,

χωρισμός»

Αν  μπορούσες να σχηματοποιήσεις τη ροή του έρωτα, θα διαπίστωνες πως είναι ένας κύκλος, ατέρμονος κύκλος, με κύρια γνωρίσματά του τις ακραίες εκφάνσεις του, τις παράτολμες αντιδράσεις. Ψευδορκίεί σε κάθε λογική ακολουθία, εκθρονίζει κάθε γνώριμη συνήθεια. Σαν ένα καλοκουρδισμένο μουσικό κουτί, παρασύρει με τη μελωδική μουσική του οποιονδήποτε το ανοίξει. Έτσι, εκείνος χάνεται στη θέα της καλλίγραμμης μπαλαρίνας, ξοδεύοντας σκόρπιες σκέψεις στο κενό.

Έτσι είναι ο έρωτας: σκορπάς, σκορπίζεσαι, σκορπίζεστε.

Γνωρίζεις έναν άνθρωπο, αυτομάτως νιώθεις μια αντάρα στην ψυχή· σκέψεις κι εικόνες ξεχειλίζουν, το δαιμόνιο του έρωτα έχει ήδη τρυπώσει στο μυαλό σου προσπαθώντας να διαχυθεί σε όλο το μήκος και να καταλάβει κάθε πτυχή του. Σε αυτό το σημείο ξεκινάει μια συνειδητή επιλογή στο να “χαλιέσαι”. Δεν είναι δραματικό αλλά πραγματικό- άλλωστε ο έρωτας περικλείει το δράμα μέσα του. Χαλιέσαι, λοιπόν, διότι νιώθεις πολλά και θέλεις να πάρεις άλλα τόσα, έχεις προσμονή, μια εξάρτηση με το άλλο μέρος έως ότου γίνετε ένα.

Η μάχη μεταξύ εγωισμού κι έρωτα είναι ανελέητη, αδυσώπητη. Η νίκη στέκεται αγέρωχη στην άκρη κρατώντας το σκήπτρο της, περιμένοντας καρτερικά να το απονείμει στον νικητή. Δεν κερδίζει ο πιο δυνατός, αλλά ο πιο ανθεκτικός. Η επικράτηση στον έρωτα δεν είναι για τους δυνατούς, άλλωστε, το ξέρεις, το γνωρίζεις, το έχεις βιώσει. Ο αδηφάγος εγωισμός υπερισχύει, φεύγει, το ένα γίνεται σμπαράλια, όπως όταν πέφτει το θερμόμετρο από τα χέρια ενός μικρού παιδιού και σπάει σε χιλιάδες κομμάτια. Μόνο που δεν έγινε καταλάθος, το άλλο μέρος δεν άντεξε τη δίνη του να είστε ένα.

Η Λίνα Νικολακοπούλου είχε κάποτε γράψει “μια γουλιά νερό θα πιω, πώς αλλιώς να καταπιώ πως τα πάντα αλλάζουν”. Αλλάζουν, αλλάζεις, αλλάζει. Δε γίνεται σε έναν χωρισμό να μην ταυτιστείς με νότες, με στίχους, το μυαλό σου χειμαρρώδες πλέον, ασυγκράτητο, του φοράς το άρωμα της φορμόλης σε μικρά χαριτωμένα μπουκαλάκια, σαν να ήταν λεβάντα. Για να κρατήσεις και να κρατηθείς. Γιατί, δε θέλεις ακόμα να φύγεις, μπορείς, βέβαια, αλλά δεν το κάνεις.

Το σταχτοδοχείο σου αποτελεί μνημείο και κάθε αποτσίγαρο είναι φόρος τιμής που αποδίδεις, τιμώντας το τέλος, το τέλος. Περιμένεις να σωπάσει η σιωπή που σε τρυπάει, θες να ακούσεις το όνομά σου, όπως τότε με πάθος, σε πονάει που δεν το ακούς, προτιμάς να αποτινάξεις το όνομά σου, σε αρνείσαι, δε θες, θυμώνεις επειδή πλέον η μορφή του πόνου σε αγκαλιάζει, τόσο σφιχτά που τείνει να σε καλύψει, δε σε φοβίζει όμως.

Παρακολουθείς με απάθεια τις διαδοχές που γίνονται στην ώρα, στις μέρες. Ούτε βράδια, ούτε μεσημέρια σε αγγίζουν, μα εκείνα τα ημιτελή δειλινά με τα λαθραία χρώματα σού έχουν αποτυπωθεί- θες να ζήσεις μέσα σε αυτά. Ακόμα δεν έχεις μάθει να αποζητάς στις σχέσεις το γαλάζιο της θάλασσας. Ζητάς απλώς την ηρεμία ή την ταραχή, αλλά δεν έχεις καταλάβει πως η θάλασσα, είτε σε ταραχή είτε σε ηρεμία, είναι πάντοτε γαλάζια. Εκεί κρύβεται η ουσία της.

Συντάκτης: Αμέλια Έβανς
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου