«Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη»
Ο χρόνος· πόσο απλή λέξη κι όμως τόσο σκληρή η ουσία του, πόσο πραγματικά δυσνόητο το περιεχόμενό του. Η αίσθηση του χρόνου κι ο υπολογισμός αυτού είναι ίσως ένα από τα στοιχεία που διαφοροποιεί τα έλλογα από τα άλογα όντα, γι’ αυτό θεωρείται κι ως η αίσθηση των ανήμπορων θνητών. Άραγε, είναι συμπαντικό προϊόν ο χρόνος ή μήπως ανθρώπινο; Κύκλοι φιλοσοφικών συζητήσεων έχουν υπάρξει και συνεχίζουν να υπάρχουν γύρω του, αλλά όσες ερμηνείες κι αν του δώσουμε, δε θα απαλύνουν το σκόρπισμα που κάνει. Αν διαλέγαμε ένα προσδιοριστικό χαρακτηριστικό του, για να μπορέσουμε σε κάποιον να τον εξηγήσουμε, σε πλήρη αντιδιαστολή θα ήταν αυτό του απόλυτου. Ναι, απόλυτος χρόνος, αφού ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Όσο κι αν οι ενδόμυχες κραυγές σου είναι στη διαπασών, όσο κι αν αρνείσαι την αποδοχή αυτής της απολυτότητας, τόσο πιο ψυχρός θα γίνεται απέναντί σου.
Ο χρόνος τοποθετεί σε υποθήκη κάθε ακριβό σου όνειρο κι έτσι, ο καταχρεωμένος εαυτός σου βρίσκεται να αναζητά μανιωδώς να καλύψει τους τόκους, αλλά είσαι ήδη υπό υπερχρεωμένων λαθών. Κι όμως, βρίσκεσαι να παρακαλάς για άλλη μία πίστωση, την ώρα που αυτός σχεδόν χαιρέκακα στο αρνείται. Ο χρόνος είναι εκείνος που θέτει σε πλειστηριασμό όλες τις προσδοκίες μας, όλες τις αγαπημένες μας μέρες· δεν έχουμε δικαίωμα εξαγοράς, εξαγοραζόμαστε καθημερινά άλλωστε μέσα από ατέρμονους συμβιβασμούς, βαφτίζοντας την πώληση αυτή ως ζωή.
Παράλληλα, ως μοναδικός καλλιτέχνης λαξεύει το χτες και το σήμερα επάνω σου, αφήνοντάς σου σημάδια, τα οποία είναι ικανά ως άλλο άλικο γράμμα να μείνουν στην πλάτη σου αιώνια για να τα κουβαλάς μαζί σου. Όμως, όσο και να σε βαραίνει, συνεχίζεις, προσπαθείς να τον ξεγελάς με δόσεις χαράς και κάποια διαλείμματα ευτυχίας, μήπως και χαλαρώσει και ξεχάσει πως διαρκώς καραδοκεί για να κλέψει ό,τι εσύ αγαπάς.
Σου επιδεικνύει με περίσσιο θάρρος τη δύναμή του και στέκεσαι τελικά ανήμπορος μπροστά του, εκείνος γίγαντας εσύ μικρός. Δεν είναι μία από τις περιπτώσεις που θα νικήσεις όπως ο Δαυίδ τον Γολιάθ. Η ιστορία σε αυτό το σημείο δεν είναι με το μέρος σου, η ιστορία είναι πάντα με τον χρόνο. Το μόνο που σε αφήνει καμιά φορά να κάνεις, είναι να κλέψεις μια στιγμή, να σταθείς μπροστά το σαν σε ένα έργο τέχνης, όσο χρειάζεται για να δημιουργηθεί μια ανάμνηση. Το αντίδοτο στη μαρμάρινη σκληρότητα του χρόνου είναι πράγματι οι στιγμές, ξέρεις, αυτές που τις σκέφτεσαι με κλειστά τα μάτια και φτερουγίζει το «είναι» σου είναι σαν να νικάς σε μια μικρή μάχη εναντίον του, κι ας ξέρεις ότι δε θα τον κερδίσεις τον πόλεμο. Όσο μικροί και αν είμαστε μπροστά του, είμαστε τεράστιοι στο να φτιάχνουμε τις πιο μεγάλες μας στιγμές χαμογελώντας και δημιουργώντας υπέροχες αναμνήσεις, αυτές θα μας μείνουν.
Κάποτε το πάλαι ποτέ συγκρότημα των εφηβικών μας ονείρων μελοποίησε έναν στίχο, περιγράφοντας τον χρόνο σαν ένα σωσίβιο. Χαρακτηριστικά έλεγε: «Ζήσε μονάχα τη στιγμή κι άσε το μετά, ένα σωσίβιο η ζωή που ξεφουσκώνει αργά». Όσο κι αν πονάει ο χρόνος πρέπει να συνεχίσεις, κόντρα σε αυτόν και στην τελική του νίκη, ακόμα κι αν η φαρέτρα σου είναι άδεια.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου