Όταν τους κλείσανε όλους στο τρελοκομείο για να γίνουν καλά, δε ζητήσανε στοιχεία, ούτε κρατήσανε ιστορικό. Ζήτησαν μόνο από τον καθένα να δείξει τις πληγές του και του ανακοινώσουν με βάση αυτές σε ποια πτέρυγα ανήκει. Οι δεσμοφύλακες στα λευκά ντυμένοι, απαράλλαχτοι το πιο παχύ κατάλευκο σύννεφο, ατένιζαν τον κόσμο με τον ίλιγγο ενός ύψους που γινόταν αφροδισιακό όσο τους φόβιζε η πτώση μέσα σε αγκαλιές που πόθησαν, τους εξέταζαν για να πάρει ο καθένας της θέση του.
Πότε έριχναν αλάτι στα καψίματα για να τεστάρουν τη μνήμη τους, αν θυμούνται σωστά πού ήταν όταν ξεκίνησε η φωτιά, ποιος την προκάλεσε, ποιος τη δυνάμωσε. Έπειτα, με το μικροσκόπιο έλεγχαν το βάθος του καψίματος και αν η πληγή χάσκει είναι διαμπερής και στο κενό της βλέπεις απέναντι ή αν συνορεύει με κάποιο άλλο ζωτικό όργανο που ήταν σε αχρηστία όσο η καρδιά υπερλειτουργούσε. Κάποιοι ήταν τόσο καμμένοι που μόνο περηφάνια τους είχε μείνει και αναλόγως με αυτή θα έβρισκαν δωμάτιο. Κάποιοι άλλοι είχαν βλέμμα ανώτερο κάποιου που ξέρει πώς να ζήσει, αλλά δε θα το μαρτυρούσε ποτέ σε κανέναν. Ούτε καν σε αυτόν που τον έστειλε εκεί μέσα. Όλοι όμως κοιτούσαν χαμηλά. Πόδια, πατώματα, δάχτυλα, τα είχαν δει όλα εκεί μέσα στη σάρκα των τραυμάτων και στους κόσμους που τα έφεραν, που ήταν άσκοπο άλλο ένα βλέμμα έξω ή γύρω. Αν τύχαινε και διασταυρωνόταν το βλέμμα τους με κανενός άλλου τροφίμου στους περιπάτους στον κήπο ή στο εστιατόριο αντάλλασσαν δονήσεις στερνής και καθυστερημένης γνώσης επιβεβαιώνοντας βουβά ο ένας στον άλλον αυτό που οι άλλοι δεν είχαν καταλάβει εκεί γύρω και εκεί έξω γι’ αυτούς. Είχαν πλήρη -αν και άχρηστη πια μετά από τόσο κάψιμο- λογική και καθαρή επίγνωση της αλήθειας τους.
Γιατί δεν ήταν τρελοί. Τους μάζεψαν άρον-άρον από φωτιές, από άχρηστους εμπρησμούς, από στάχτες και αποκαΐδια, γιατί το παράκαναν. Τους χαρακτήρισαν φρενοβλαβείς, γιατί ζούσαν μόνο στο ύψος μιας φλόγας και εκφράζονταν μόνο όταν τα είχε καταστρέψει όλα. Ήταν πάντα αυτή η πρώτη και η τελευταία ύλη του έρωτά τους και εκεί το άφταστο αίσθημα που φοβούνται οι θεοί και κάνουν τάματα οι θνητοί άξιζε τον κόπο μόνο όσο αυξανόταν όσα σάρωνε στο πέρασμά του. Όσα έκαιγε μήπως και φυτρώσουν καινούρια, όσα τσουρούφλιζε και έλιωνε για να ζει όλη η ηδονή και ενοχή του στο βάθος τους. Και ήξεραν ότι από μια γη καμένη, μια καρδιά που ακόμα καπνίζει και πληγές που είχαν χρώμα από στάχτες, αλλά θύμιζαν κενά, κανένας τελικά δε ζεστάθηκε. Εκείνες οι φλόγες δεν προορίζονταν να τους ζεστάνουν και εκείνος ο έρωτας να τους ανακουφίσει, αλλά ήταν προορισμένα για ισοπέδωση άνευ προηγούμενου γιατί δεν υπήρχε πλάνο επείγουσας διάσωσης.
Ήταν τόσο επείγων εκείνος ο έρωτας που κανείς δε σκέφτηκε τι θα γίνει χωρίς αυτόν. Είχαν όμως σκεφτεί τι θα γινόταν αν δεν ήταν αυτός που παρουσιαζόταν, αν τον άφηναν να τους κάψει, να τους καταντήσει τρελούς και ασυμμάζευτους και γι’ αυτό η πυρκαγιά του τα σάρωσε όλα. Όχι τόσο από την ένταση του συναισθήματος, αλλά από την απελπισία να μη μείνουν πίσω ίχνη άλλης μια απόπειρας για αγάπη που δεν πέτυχε. Είχαν επίγνωση της καταστροφής που επέφεραν και γι’ αυτό επίσης δεν ήταν τρελοί. Ήταν αυτοί που δεν πρόλαβαν να αγαπηθούν. Τα δωμάτια στο τρελοκομείο στενά, τα κρεβάτια μονά και τα παράθυρα με κάγκελα και όμως στον τοίχο κάτι σκιές και κάτι λεκέδες πάντα θύμιζαν πόσο απλή και αναπόφευκτη είναι αγάπη όταν δεν την ζορίζεις.
Μια ακτίνα φωτός θα αφήσει σκιά όση δυσκολία και αν συναντήσει, κι ένας λεκές θα ποτίσει όσο και αν τον πλένεις αν είναι ισχυρός. Και όμως αυτά δεν έχουν καμία ανεπανόρθωτη συνέπεια, κανένα σάρωμα μεθοδικό, καμία φοβερή απώλεια για να μπει κάτι άλλο στη θέση τους. Είναι της αγάπης πράγματα και κάτω από σφαλισμένες πόρτες, πίσω από σκονισμένα ράφια, μέσα σε πίσω τσέπες παντελονιών και ψίχουλα που πετάς στον κάδο θα επικρατούν. Αν είναι να αγαπηθείς θα κυριαρχήσουν της οποίας φωτιάς έστησες ή σου έστησαν για να μοιάζει περιπέτεια -και μάλιστα φανταχτερή- αυτό που ζεις.
Θα περπατάς ανάμεσα στους σαλταρισμένους σαν εκείνον απ’έξω που ήρθε για εθελοντική εργασία γιατί όσο και να πληρωνόταν δεν έφτανε όλο το νόμισμα του κόσμου για να τους δείξεις πόσο τους νιώθει σε κάθε φάρμακο που δίνει. Αυτός που αγαπιέται, ο εθελοντής με την καρδιά έτοιμη μόνο νιώθει τον τρελό μέσα στο ζουρλομανδύα με την καρδιά καμένη. Γιατί έφτασε τόσο κοντά στο να καεί και ο ίδιος και γλύτωσε στέλνοντας τον έρωτά του στο σούπερ μάρκετ και όχι στα αστέρια. Η αγάπη θα είναι πάντα ότι δε φαίνεται μέσα στα σύνθετα και ότι δε θα γυαλίσει ποτέ στον ήλιο.
Ο έρωτας μοιάζει χάπια σε όσους τον ζουν με την ελπίδα να μην τους πάει ποτέ στο άσχημο σούπερ μάρκετ και χαρίζει συνδρομές εγκλεισμού σε όσους κάηκαν ξανά και ξανά νομίζοντας ότι θα ζεσταθούν. Γι’ αυτό θα ξέρεις ότι αγαπήθηκες μόνο όταν η μεγαλύτερη τρέλα θα γίνεται μέχρι το σαλόνι χωρίς πυροτέχνημα ή κάφτρα και θα ξέρεις ότι θα κρατήσει όταν πια θα έχει γίνει τόσο τετριμμένο το να γυρνάς εκεί για να γίνεις καλά.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.