Όση υποκειμενικότητα και να έχει το «αξίζω» σίγουρα δεν αναιρεί την υπόστασή του. Τη στόφα του που είναι φτιαγμένη από όσα κατακτάμε για να μας πάνε εκεί. Σε όποιο εκεί νιώθουμε πως θα τερματίσουμε πρώτοι. Νικητές μιας στιγμής που θα είναι για πάντα μόνο δική μας. Φτιαγμένη από όσα κυνηγάμε για να βρίσκουμε κι άλλους δρόμους στην πορεία. Μια πορεία φτιαγμένη από όσα θέλουμε, αυτά της επιφάνειας που σαν σνακ της στιγμής καλύπτουν την ακόρεστη πείνα μας και τα άλλα, τα βαθιά κι άπατα που όσο τα γευόμαστε τόσο μας καθορίζουν. Καθορισμός που μας στηρίζει πάντα στο σημείο που ανήκουμε όρθιους.

Άλλες φορές, τόσο μόνοι και οργανωτικοί αφού κανείς άλλος δε θα τα κάνει για μας κι άλλες τόσο συνωστισμένοι και σκόρπιοι αφού δεν πάψαμε να ζητάμε συνοδοιπόρους ποτέ. Άλλωστε κάποιοι από αυτούς είναι τα ζωντανά παλλόμενα οπτικοακουστικά με σάρκα κι οστά δείγματα των λαθών μας, κάποιοι άλλοι είναι αυτοί που μας γύρισαν το κεφάλι με ένα χαστούκι ή με ένα χάδι- που και τα δυο πόνεσαν εξίσου- για να τα δούμε. Κάποιοι ήταν εκεί σε όλα, κάποιοι τις ώρες που μπορούσαν και κάποιοι άλλοι όταν τους καλέσαμε ή κι όταν τους διώξαμε. Όλοι να πλαισιώνουν τον ένα και μοναδικό που θα μείνει ως το τέλος. Εσένα.

Εσύ είτε με τους άλλους είτε με τα αλλά είτε με κανέναν, έκανες λάθη. Έκαψες κι άλλες γέφυρες. Χορέψες και σ’ άλλες στάχτες από σπίτια, ελπίδες και καρδιές καμένες. Έκανες προπόσεις και μ’ άλλες αποτυχίες, σημάδεψες κι άλλους καταδικασμένους από την αρχή στόχους. Έπεσες, μόνο για να κάνεις τραγούδια με την υγρή ηχώ σου, δαπάνησες κι άλλη ενέργεια που δε θα γυρίσει πίσω κι άλλο χρόνο που δε σου χαρίστηκε για να μη σου βγει. Εσύ, φοιτητής μιας στιγμής κι αναλφάβητος μιας ζωής, έμαθες ανάγνωση πάνω στην αίσθηση που σου προκαλούσαν όλα αυτά και στη σκόνη που άφηνε πίσω της. Έμαθες γραφή πάνω στον οργασμό σου για το κάθε τους βίαιο, γελοίο, περιττό ή αναγκαίο ξέσπασμα και στο μούδιασμα που σου προκαλούσε. Έμαθες μαθηματικά πάνω σε κάθε πολλαπλασιασμό της έμπνευσής σου για το παραπέρα γνωστό ή άγνωστο για το πόση ζωή μπορεί να προσθέσει η κάθε νέα ιδέα με όσους δρόμους αφαιρεί που δεν κάνουν για σένα και πόσα η ίδια πάλι ζωή με τσαλακωμένη στόφα πια, διαίρει, που εσύ δεν μπορείς να μοιράσεις.

Γιατί εκεί ανήκουν, εκεί θα έπρεπε να ανήκουν όσα σου προκαλούν οργασμό, έμπνευση κι αίσθηση στη ζωή σου, αλλιώς να μην ανήκουν πουθενά. Να σκορπάνε στο άπειρο όπως η αόρατη σκόνη από ένα μπαλόνι που σκάει, που κανείς δεν ξέρει την ύπαρξή της και κανείς δεν την έμαθε γιατί αξία είχε μόνο το μπαλόνι, όσο αιωρούνταν.
Μη σε γελάσεις κανείς ποτέ, μη σου πουλήσει το κόλπο και το χάψεις ότι κι εσύ δεν ανήκεις εκεί που πήγε το μπαλόνι όταν ξέφυγε, εκεί στο άπειρο μπλε και λευκό όταν σε σπρώχνει να πας μπροστά, μαύρο και θολό ή με κουκκίδες ασημένιες που τις λένε αστέρια για να τις βρίσκουμε κάπως μεταξύ μας, τις μέρες που σε πήγαινε πίσω, για να τις έχεις δει όλες. Όλες τις θέες από όλα τους τα σημεία.

Ας ξεκίνησες από σπόρος σε μήτρα για να καταλήξεις σπόρος σε χώμα, εκεί είναι ο προορισμός σου, ψηλά. Ανάμεσα στις ασημένιες κουκκίδες, στον Κύκνο που πλατσουρίζει ανάμεσά τους, δίπλα στα πάλσαρ και τις δονήσεις τους, στη Μικρή Άρκτο που συναγωνίζεται σε μυστήριο την Ανδρομέδα, στις Πλειάδες και τα νεφελώματα ή τις ξαστεριές τους. Εκεί ανήκεις, σε όσα με τον όγκο κι όχι με το θόρυβό τους σου δείχνουν πού να πας. Άλλωστε η ζωή ήξερε πάντα ότι το ψηλά είναι ο καλύτερος χάρτης σε δρόμους που δεν υπήρχαν, αλλά τους έφτιαξες. Αυτοί πάντα θα οδηγούν κι όσα από οργασμό, έμπνευση ή ακαταμάχητη αίσθηση σου αξίζουν. Άλλο τόσο το ξέρεις κι εσύ, αλλιώς δε θα έχανες ξανά και ξανά μέχρι να κερδίσεις τον ουρανό.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου