Είμαστε εμείς που την επόμενη μέρα κυκλοφορούμε με γυαλιά ηλίου, ακόμα κι όταν έχει νυχτώσει, να μας παρομοιάζουν με τη Βίσση στο γνωστό της ντελίριο ενός έρωτα που έπαψε να σηκώνει το τηλέφωνο, και κρατάμε και κανένα ηρεμιστικό στη μέσα φόδρα στο πορτοφόλι, που μόλις μας πιάσει μονολογούμε για το πόσο αληθινό ήταν το χθεσινό βράδυ.
Αληθινό, δηλαδή, εννοώντας ότι στα αλήθεια μας την είπαν. Στα αλήθεια μας έβρισαν και μας πέταξαν και τίποτα στο κεφάλι, που δε μας πέτυχε, αλλά μας πέτυχε μια χαρά το σοκ του πώς έγιναν όλα αυτά. Ξημερώνοντας, λοιπόν, η επόμενη μέρα δε μας αφήνει να ξεκολλήσουμε από μελοδράματα, σαν της Αννούλας, και να κλαίμε και να χτυπιόμαστε για το τέλος ενός έρωτα που δε θυμόμαστε καν την αρχή.
Την ξεχάσαμε γιατί μαζεύτηκαν τόσα λόγια, τόσα «φταις», τόσες κρυφές οργισμένες σκέψεις, τόσα όρια ξεπερασμένα, επειδή νοιαζόμασταν μόνο για τα δικά μας, που κάπου χάσαμε την μπάλα, το τέρμα και το γκολ στο πόσα όρια έχει ο άλλος. Τσιγκλήσαμε νεύρα σαν χρησιμοποιημένες χορδές, γαργαλήσαμε υπομόνες, σαν να ήταν μωράκια που περιμένουμε να μας σκάσουν γελάκι, αλλά μας έσκασαν εμετό σαν φούσκα στη μούρη.
Δεν είχαμε την αντοχή –ποιος την έχασε για να τη βρούμε εμείς;– να κοιταχτούμε στα ίσια με τον άλλον και να του πούμε ότι θέλουμε να φύγουμε, ή ότι θέλουμε να μη μείνουμε εδώ, αλλά να βρούμε μια άλλη στέγη για όσα έχουμε μέσα μας, που ενδεχομένως να μην είναι τόσο αξία όσο αυτή που παρατάμε, αλλά εμάς έτσι μας έκατσε τώρα, να την κάνουμε, τι να γίνει. Αν ήταν προβλέψιμα τα ανθρώπινα όντα δε θα είχε γραφτεί καμία ενδιαφέρουσα ιστορία στον κόσμο ετούτο.
Ωστόσο, η τακτική του να φτάνουμε κάποιον στα όριά του για να τον κατηγορήσουμε ότι μας άφησε σύξυλους στην πορεία είναι πια καταχωρημένη στις πολύ διάσημες. Όσο διάσημος είναι κι ο φόβος, δηλαδή. Τρέμουμε μόνιμα κι ούτε ένα τηλεφώνημα –που λέει κι ο Δάντης σε μια άλλη μίρλα περί άδοξου έρωτα–, μη μας πουν κακούς που θέλουμε να την κοπανήσουμε και παλεύουμε με νύχια και με δόντια νύχτα-μέρα να βγάλουμε τον άλλον κακό, άδικο κι απαράδεκτο.
Όλα αυτά αφού τον έχουμε κάνει κουρέλι από νεύρα κι ασυνεννοησία κι η μόνη του λογική αντίδραση είναι όλα τα παραπάνω επίθετα. Στη συνέχεια, σοκαριζόμαστε και πέφτουμε όπου βρούμε να αντέξουμε την έκπληξη που τόλμησε να μας αφήσει. Σαν άλλες Μήδειες καταριόμαστε θεούς και δαίμονες για το κακό που μας βρήκε, και βάζουμε ζάναξ, παγωτό κι ουίσκι στο στόμα της φωνούλας που ψιθυρίζει «Τα ήθελε ο πισινός σου».
Είναι πίσω, γι’ αυτό δε γυρνάμε να τον αντικρίσουμε. Μπροστά κοιτάμε μόνο τον άλλον που μας πετάει κατσαρόλες ακόμα στο κεφάλι και τον λέμε υστερικό για τα δικά μας θέματα. Τα οποία και δε θα τελειώσουν, ακόμα κι όλα τα κουζινικά της Fissler να μας φέρουν πάνω μας.
Γιατί ο ανθρώπινος φόβος του να μη μας πουν κακούς ή να ‘ναι όλοι οι άλλοι κακοί εκτός από μας δεν τελειώνει με εκσφενδονίσεις, Άννα Βίσση, Χρήστο Δάντη, αρχαία τραγωδία –που με το ζόρι μας έβαζαν να διαβάζουμε στο σχολείο κι αναφέρουμε στις συζητήσεις, να το παίζουμε και λίγο λόγιοι– ούτε με τη φωνούλα, σαν ελπίδα αλήθειας κι αυτογνωσίας, ούτε με τη μάνα μας και τον πατέρα μας μαζί να μας παρηγορούν.
Αυτού του είδους ο φόβος έχει ρίζες που μετράνε απ’ την απαρχή της δημιουργίας του κόσμου. Γιατί ο άνθρωπος κοινωνικοποιήθηκε, τα βαθιά του ένστικτα όμως δε θα το κάνουν. Κατά βάθος, γουστάρουμε τη σαπίλα και το πόσο απαράδεκτοι είμαστε, γιατί ούτε που μπορούμε να φανταστούμε πόσο κόπο θέλει το σωστό και το τίμιο. Ούτε που μπορούμε να φανταστούμε πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος μας κι ο κόσμος τους.
Πού να τρέχουμε τώρα να βελτιωνόμαστε, φάε το ταψί στο κεφάλι και κάν’ τη με ελαφρά. Απ’ τη σχέση, απ’ τον έρωτα, απ’ τον άλλον, από σένα τον ίδιο. Τα γυαλιά μην ξεχάσεις φεύγοντας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη