Καμιά φορά το ξέρεις πως δεν ξεπερνάς τίποτα. Τίποτα απολύτως. Όλα κάπου περισσεύουν, όλα κάπου σε παρατάνε, όλα κάπου είναι υπέρ σου αλλά όχι όλες τις ώρες. Όλα κάπου σού φταίνε, σε όλα φταις κι εσύ. Δεν ξεπερνάς. Δεν περνάς από το στάδιο της αποδοχής, αυτό το αναγκαίο για να αναπνεύσεις, για να κάνεις ειρήνη με αυτό που δεν έχεις αλλά θα το ήθελες ακόμα, με αυτό το ένα και μοναδικό. Σαν να πάγωσαν οι έρωτες, σαν να χάθηκαν τα άτομα. Σαν να έμεινε αυτό το ένα.
Όχι, δεν κάνεις τίποτα. Δεν πας καν παρακάτω. Απλώς περπατάς. Απλώς συνεχίζεις και σηκώνεσαι από το κρεβάτι το πρωί και παίρνεις τη μέρα όπως έρχεται και τα βγάζετε πέρα μαζί, κάνοντας άλλοτε άσκηση ισορροπίας στη ζωή που περνάει κι άλλοτε παραπατώντας ευχόμενος να σε αντέξει το σκοινί. Όχι δεν κάνεις τίποτα. Σκέφτεσαι να το προσπαθήσεις. Δεν το βάζεις κάτω, όμως, να γίνει πρακτικό, να το σχεδιάσεις, να δεις πώς θα το κάνεις αυτό το «πάω παρακάτω».
Το μόνο που χρειάζεσαι είναι κάτι παραπάνω. Κάτι παραπάνω από χθες για να σε βγάλει στο αύριο. Είσαι ακόμη εδώ, όμως. Πού άλλου θα μπορούσες να ήσουν άλλωστε; Αφού δε σε πήρε μαζί του εκείνος ο έρωτας που θα ήθελες, ο πια τελειωμένος. Αυτός που ήταν να γίνει αλλά δεν έγινε, αυτός που έμοιαζε αιώνιος μα ήταν για μια μέρα. Κι εσύ είσαι εδώ, μα κάπου κατευθύνεσαι. Όχι προς τα εκεί που σου είπαν. Νιώθεις επαναστάτης, αναρχικός που δεν πάει με όλα όσα γράφουν τα κατάστιχα όσων λένε πως ξέρουν πώς να ξεπερνάς αυτό που οφείλεις να ξεπεράσεις. Απλώς πας, χωρίς να το συλλογίζεσαι. Γιατί η πορεία είναι το θέμα, ο προορισμός δεν υπάρχει. Πιθανόν να μην υπήρξε και ποτέ. Νόμιζες πως θα ήταν αυτό που λαχταρούσες η γραμμή του τερματισμού αλλά κι αυτή, άλλος ένας ακόμη δρόμος ήταν.
Μόνο που θα ήθελες να τον κάνετε παρέα. Να σου κουβαλήσει και κάποιος λίγο τις αποσκευές, να πάρεις μια ανάσα να δεις λίγο το τοπίο στη διαδρομή. Να έχεις να μοιραστείς τα διόδια κι εκείνο το νερό, όταν σε ζορίζει η ανηφόρα. Όμως δεν έγινε έτσι. Γι’ αυτό άφησες τις αποσκευές και συνέχισες. Στο καλό να πάνε, τι τις χρειάζεσαι; Όπως κι αυτές εσένα δε σε χρειάστηκαν ποτέ. Άλλωστε, τις αγάπες, τις βαλίτσες και τις τύψεις, αν δεν τις κουβαλάει κάποιος, αποσυντονίζονται, χάνουν το σκοπό τους και γίνονται σκόνη στο αέρα. Κι εσύ πιο ελεύθερος πια, μπορείς να κάνεις τα βήματά σου γρηγορότερα.
Θα ήθελες να ήταν όντως αξεπέραστο, να μη χρειαστεί να μπει τελεία, να μην πρέπει να πας παρακάτω. Να βρεθεί κάτι να σε κάνει να σταματήσεις ή να σου δώσει άλλο όχημα γιατί ακόμα με την καρδιά σου προχωράς και κουράστηκε κι αυτή η δόλια. Όμως πάντα, ό,τι κι όσο και να θέλουμε να ζούμε στη νοσηρή μας φαντασία, στο τέλος πάντα την πραγματικότητα παίρνουμε. Κι είναι πιο υπέροχη κι από τα πιο τρέλα μας όνειρα, όσο δεν παρατάς τον δρόμο και προχωράς. Κι όπου σε βγάλει. Στην τελική, δεν έχεις τίποτα να χάσεις, ούτε και να κερδίσεις. Απλώς περπατάς. Κι αυτό καμιά φορά είναι το πιο σημαντικό.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου