Η ζήλια των άλλων προς εμάς κάποιες φορές, αν όχι όλες, μας κάνει να νιώθουμε καλά. Μας προσφέρει μια υπεροχή παραπάνω σε σχέση με τους άλλους. Μας κατατάσσει μια κλίμακα πιο πάνω κι εμείς (επειδή το νιώθει κι η διάπλασή μας αυτό το ανέβασμα) σκύβουμε και κοιτάμε επιδεικτικά όσους περνάνε από κάτω.
Στην καταλυτική πλειοψηφία αυτών των φορών αισθανόμαστε ωραία, σαν έχουμε πετύχει ένα στόχο. Σαν να κάνουμε κάτι καλύτερα και μάλιστα χωρίς προσπάθεια. Ίσως να περιαυτολογήσουμε και σ’ αυτούς που μας έδωσαν όλη αυτή την αίσθηση, ίσως και σε άλλους κυρίως για να τους ενημερώσουμε ότι υπάρχουν οι πρώτοι που μας κάνουν να νιώθουμε έτσι. Να ξέρουμε πως μας ζηλεύουν. Να θέλουν αυτό που έχουμε εμείς. Να ζητάνε να μας μοιάσουν. Να ποθούν αυτό που είναι δικό μας.
Σίγουρα ακόμα δεν αναρωτηθήκατε ποιοι είναι όλοι αυτοί που λαχταρούν όσα έχουμε, γιατί έχετε στο μυαλό σας κάμποσους. Ξέρετε τα πρόσωπα και την ταυτότητά τους. Ίσως ξέρετε τα σπίτια και τις οικογένειές τους. Ίσως ξέρετε τις συνήθειές τους και τι τους αρέσει. Ίσως πάλι ξέρετε και τι είναι αυτό το πολυπόθητο που έχετε εσείς και τους κάνει να σας φθονούν, γιατί δεν το έχουν οι ίδιοι.
Ξεράδια ξέρετε. Κι εσείς κι εμείς. Αρχικά, δεν ξέρετε ότι είστε κι εσείς μέσα σε αυτούς που λαχταράν αυτό που δεν έχουν. Είστε κι εσείς μέσα σε αυτούς που ζηλεύουν, φθονούν και πέφτουν σε κάθε είδους δεύτερης κατηγορίας συναισθήματα, γιατί κάτι τους λείπει που το έχει ο δίπλα. Πόσες και πόσες φορές δε βγήκατε στο δρόμο και τον διασχίσατε σαν παρέλαση, γιατί νομίζατε ότι τη σημαία σας την θέλουν όλοι; Πόσες φορές συζητήσατε με τόνο αλαζονείας κι άνεσης, που ήταν δανεική απ’ τη διαπίστωση ότι κάποιος ζορίζεται για κάτι που εσείς έχετε ως δεδομένο; Πόσες φορές η διαπίστωση ότι όντως ζορίζεται σας έκανε να νιώσετε καλύτερα με όσα ζορίζουν εσάς;
Γιατί αν υπάρχει έστω κι ένας εκεί έξω που μας ζηλεύει, είμαστε καλύτεροι από όσο νομίζουμε, έχουμε πετύχει περισσότερα από όσα λέμε στην ασταθή αυτοπεποίθησή μας. Πολλές οι φορές, έτσι; Όμως τζάμπα κόπος. Όχι επειδή κι εμείς ανήκουμε στην κατηγορία εκείνων που θέλουν κάτι που δεν έχουν, αλλά γιατί δεν αφορά εμάς τους ίδιους. Ούτε αυτούς. Ούτε κανέναν.
Στην ουσία δε ζηλεύει κανείς εμάς, αυτό που δεν είναι οι ίδιοι ζηλεύουν. Το χαρακτηριστικό, το γνώρισμα, την ιδιότητα, την κατάσταση, το πλαίσιο. Όχι την ύπαρξη. Όχι το άτομο. Το αντικείμενο της ζήλιας απλά έτυχε να προσγειωθεί πάνω μας. Το κουβαλάμε, το καλλιεργούμε, το δημιουργούμε και το κάνουμε δικό μας για λίγο ή για πολύ ή για πάντα, κι αυτό θέλουν. Όχι κάτι από εμάς. Ούτε καν εμάς τους ίδιους.
Για να μας θέλουν θα πρέπει να μάθουν, να μας γνωρίσουν, να μπουν παραμέσα από όσα ζηλεύουν κι εμείς τα έχουμε ή νομίζουν ότι έχουμε και δεν αφήσαμε απλά αυτό να φανεί, γιατί μας βόλευε ή γιατί μας άρεσε να νιώθουν έτσι για μας. Μπερδεύεται εύκολα με τον θαυμασμό η ζήλια. Νομίζουμε ότι θέλουν κάτι που δεν έχουν και το έχουμε εμείς γιατί το θαυμάζουν, ενώ στην ουσία απλά το θέλουν.
Γιατί έτσι είμαστε οι άνθρωποι, θέλουμε όσα δεν έχουμε∙ γιατί πειστήκαμε ότι αυτό το κυνήγι οδηγεί στην ευτυχία. Όμως δεν οδηγεί πουθενά, γιατί δεν τελειώνει και πουθενά. Πάντα θα υπάρχει το επόμενο πράγμα να θες. Για αυτό μην το παίρνεις προσωπικά, δεν έχει να κάνει με σένα. Έχει να κάνει με όλους μας.
Έτσι, αν θες, την επόμενη φορά που θα νιώσεις καλύτερος που σε ζηλεύουν, δώσε στον εαυτό σου την ευκαιρία να κοιτάξει γύρω –αν δε φαίνεται με γυμνό μάτι– να δεις πόσο ίδιοι είμαστε όλοι και πόσο τυχαία και περαστικά είναι όσα νομίζουμε ότι θέλουμε. Όσο ακόμα θα κοιτάς, νιώσε ελεύθερα βλάκας που ξέχασες όσα έχεις γι’ αυτά που δεν έχεις και κάλεσέ μας να πιούμε όλοι μαζί σ’ αυτό, γιατί κι εμείς το ίδιο βλάκες είμαστε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη