«Χωράς;»

«Χωράω».

«Τότε μπορείς. Τέλος».

Αυτή θα ‘πρεπε να ‘ναι η συζήτηση με τον εαυτό μας κάθε φορά που το κεφάλι μας είναι έτοιμο να βγάλει καπνούς απ’ την έκρηξη του συνωστισμού των αναλύσεων και των ενδεχομένων, των φόβων κι όλων τους των συνεπειών, των δυσκολιών κι όλων τους των φαινομενικά ανυπέρβλητων.

Αυτή θα ‘πρεπε να ‘ναι η συζήτηση πριν το βάρος γίνει κάτι που αποφεύγουμε να σηκώσουμε και καθόμαστε και το κοιτάμε, ενώ σκαρφιζόμαστε πώς θα το αποφύγουμε. Αυτή θα ‘πρεπε να ‘ναι κάθε φορά που νιώθουμε ότι για να το κουβαλήσουμε πρέπει να νικήσουμε τα επιχειρήματα όλων των αναλύσεων και να γίνουμε ασύγκριτα γενναίοι για να πάμε και να φέρουμε το βάρος στα μέτρα μας. Αυτή θα ‘πρεπε να ‘ναι και κάθε φορά που εξαντλούμαστε κι αφήνουμε ολοένα και κάτι –σημαντικό ή απαραίτητο για παρακάτω– να χαθεί, γιατί νιώθουμε ότι θα χαθούμε εμείς εναλλακτικά.

Ακόμα και το «πρέπει» να παραμερίσεις, ξεκάθαρα διαγράφεται στην οθόνη σου πια μετά από τόσα και τόσα ότι η δύναμη στις καταστάσεις, η δύναμη στα αναπάντεχα, η δύναμη στα εύκολα που ζόρισαν ή στα δύσκολα που δε στρώνουν, η δύναμη γενικά, δεν έχει τελικά τον ορισμό που φανταζόσουν. Μεταξύ μας, είχες αρχίσει να το υποψιάζεσαι όταν κατάλαβες ότι ούτε κι η ζωή και το να τα βγάλεις πέρα μαζί της δεν ορίζεται και δεν καλουπώνεται όπως νόμιζες.

Έτσι, λοιπόν, με το ξερίζωμα της τάχα γνώσης από μέσα σου, διακρίνεις λίγο καθαρότερα τη φορά, ότι αν κάτι πρέπει να φτάσεις ως ιδανικό είναι αυτός ο διάλογος κι αν κάτι πρέπει να ξεπεράσεις μόλις φτάσεις εκεί είναι μόνο ο εαυτός σου. Ιδανικό γιατί θα αρχίσει να χτίζει την προσαρμοστικότητα μέσα σου και στο έξης όποτε θα νιώθεις ότι χωράς σε κάτι θα το παλεύεις μέχρι τέλους.

Θα προσαρμόζεις ανάλογα το σχήμα του και το δικό σου σε κάθε στάση της πορείας σας και το τέλος δε θα ‘ναι πια ποιος θα επιβιώσει εξοντώνοντας τον άλλον αλλά πάντα η αρχή για την κατάκτηση της επόμενης κορυφής. Δε φτάνει ποτέ μόνο μία για να δεις τον κόσμο, έχει τόσες διαφορετικές γωνιές κι όψεις, όσες και το μέσα σου.

Αυτό το μέσα κι αυτός ο εαυτός που δεν τον ξεπερνάς, γιατί δε σε καλύπτει πια για να πας παρακάτω, σε ένα άλλο «εγώ» που πάντα θα νικάει χωρίς να έχει μασήσει στιγμή, αλλά σε αυτό τον εαυτό που έχεις πλάσει και ξαναπλάσει με τα χέρια, το σώμα και την ψυχή σου, τόσο ελαστικά που να γλιστράει σε όσα γίνονται τόσο ευέλικτα, γιατί έμαθε πια ότι αυτός είναι ο δρόμος για να τα ζήσεις, κι όχι απλά να επιβιώσεις και να λες πάλι καλά που αναπνέεις και σήμερα.

Πέρα, όμως, απ’ την επιβίωση ή τη διαβίωση, είναι και ταξίδι η προσαρμοστικότητα. Σε κάθε διαδρομή να στέκεσαι και να θαυμάζεις τον αξιοθέατο εαυτό σου που πάλι κατάφερε να τα βγάλει πέρα κι αυτό κι εκείνο και λογικά και το επόμενο, προσαρμόζοντάς τα όλα του σε αυτό.

Χωρίς υποχωρήσεις, βαριές ανάσες, κρυφούς φόβους και κρίσεις. Βολιδοσκόπησε, είδε πού περίπου μπορεί να πάρει μια θέση, την πήρε κι άρχισε να παίζει το ρόλο του φέρνοντας τη σε μέτρα που να αντέχουν όλοι, γιατί τελικά αυτό που δεν αντέχει κανείς είναι όσα του λένε ότι δε θα αντέξει.

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη