Το πιο παράξενο από όλα ήταν που νόμιζα πάντα ότι απ’ τους δύο μας εσύ με είχες πιο πολύ ανάγκη, αλλά τελικά εγώ χρειαζόμουν να σωθώ απ’ την αρχή. Απ’ την κάθε αρχή της κάθε μέρας μαζί σου που πάντα είχε κάτι απ’ τον πυρετό εκείνης της πρώτης μέρας που ήσουν ακόμα άλλη μια φιγούρα στο πλήθος, πριν γίνεις η απάντηση στις προσευχές μου.
Προσευχές ενός πιστού που δειλά, αλλά με θράσος σήκωνε τα χέρια στον αέρα κι απαιτούσε απ’ τον ουρανό να του δείξει κάτι. Όσο δε φανερωνόταν, άλλο τόσο εγώ έκανα κύκλους γύρω απ’ τον εαυτό μου μήπως και του ξεφύγω, αλλά δεν τα κατάφερνα.
Κάποια στιγμή η εξάντληση του γύρω-γύρω με έκανε να σταματήσω και τότε σε βρήκα. Ακριβώς εκεί που ήμουν. Σου είπα γύρνα απ’ την άλλη και φύγε γιατί θα σε χρειάζομαι ολοένα και περισσότερο. Μου έλεγες ότι δε θα πας πουθενά τώρα που νιώθουμε κι οι δυο ζωντανοί. Η σκιά σου διασταυρωνόταν με τη δικιά μου κι εκεί που πια δεν ξεχώριζες ποια είναι ποια στεκόσουν πλάι μου για να πάμε παρακάτω.
Με ξεπερνούσε κάποιες νύχτες το πόσο όμοιες ήταν οι πληγές μας, πόσο ίδιο ήταν το βάρος στους ώμους μας, πόσο ίδια ήταν όσα μας έκαναν να κλαίγαμε κρυφά. Αφελείς γενναίοι σηκώναμε μπόι να αναμετρηθούμε με όλα και πάντα χάναμε περιμένοντας πότε θα ξεσπάσουν οι αστραπές για να μας ξεπλύνει η μπόρα από λάθη που δε χορταίναμε να κάνουμε.
Άσε με να κάνω κι άλλα, φώναξα, όσο σε έβλεπα να απομακρύνεσαι. Κοντεύει να ξημερώσει κι ενώ ακόμα στάζει πάνω στο τζάμι από εκείνο το σύννεφο που ολοένα και μαυρίζει ο Θεός δε φαίνεται θυμωμένος σήμερα. H φωνή του δεν έχει παράπονο κι εγώ κάνω πως μιλάω μέσα από αυτή νομίζοντας ότι με λέξεις θα καλύψω το κενό σου στο κρεβάτι.
Κάποτε μου είχες πει ότι αν η απόσταση βρει χώρο μέσα στα σώματα τα κατοικεί αμέσως γιατί δεν έχει που αλλού να πάει. Εγώ, όμως, δεν ξέρω πώς να την καλύψω. Δε θυμάμαι ποιος δρόμος θα με φέρει πιο κοντά. Όλους τους χάρτες τους φτιάχναμε μαζί. Γιατί δε μου έδειξες ποτέ το αδιέξοδο; Μάλλον ούτε κι εσύ θα το είχες προβλέψει.
Αυτή η υπενθύμιση ότι ποτέ δεν ξέρουμε τίποτα ενώ νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα είναι τόσο ιερή, όσο οι προσευχές που κάναμε για να μας αποκαλυφθούν κάτι άυπνα βράδια χωρίς ποτέ να ξενυχτήσαμε σε καμία εκκλησία. Τόσο ανοιχτά μάτια και για τόσο καιρό κι όμως δεν το είδα να έρχεται ποτέ αυτό το «χωρίς εσένα».
Αν είχα χιούμορ θα παραδεχόμουν ότι ήμουν απασχολημένη με το να μετράω όσα δεν ξέρω, όμως αντί αυτού οι δαίμονές μου ξεκαρδίζονται μαζί μου κι εγώ πάλι σηκώνω το κεφάλι στον ουρανό όπως τότε.
Άραγε, να υπάρχουν κάπου έξω από αυτόν τον ορίζοντα δύο καλύτερα ημισφαίρια, όπου τα μάτια μου θα ξεκουράζονται μόνο πάνω στα δικά σου και καμία γραμμή δε θα τα χωρίζει; Αν δεν ήταν για μας ή αν δεν ήταν να τα φτάσουμε ο Θεός δε θα τα έφτιαχνε. Γι’ αυτό μείνε να του αποδείξεις ότι είχε δίκιο.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη