«Μήπως να φτιάξω κι ένα μπλογκ;», ρωτάει μόνη της όσο επεξεργάζεται με βλέμμα σκαναρίσματος ισάξιο αντίστοιχης συσκευής αεροδρομίου και τελικά κλειδώνει την αναζήτησή της στο κουμπί του enter το οποίο πατάει με δύναμη σαν να πήρε εντολή απ’ τον Χανς Σόλο και το υπόλοιπο πλήρωμα του Star Wars με το πάτημά του να εκτοξεύσει τη ρουκέτα που θα σώσει τον πλανήτη. Αυτόν τον καινούργιο, πολύχρωμο, ακαταλαβίστικο και υπερεκτεθειμένο πλανήτη τεχνολογίας που δειλά-δειλά εισέρχεται.
Οι απαντήσεις σου σε όλες τις απορίες για τεχνικές λεπτομέρειες, οδηγίες, υπόβαθρο της κάθε κίνησης, τι σημαίνει αν πατήσω like, τι σημαίνει αν δεν πατήσω, γιατί θεία σου η Κίτσω δεν έκανε like στη φώτο προφίλ, θέλοντας να επιβεβαιώσεις –όσο εξηγείς τι σημαίνει το τέλειο– ότι ποτέ δεν τη χώνευε κι έχει σκάσει απ’ το κακό της, που φαίνεται τόσο όμορφη η γλυκιά σου μανούλα με αυτό το φίλτρο και φόντο το ηλιοβασίλεμα, ποικίλουν ανάμεσα στο «γιατί, Θεέ μου, της εξήγησα τι είναι το Facebook για να πάψει να το λέει Φαψεβουκ» και στο φόβο ότι αν ποτέ κλείσει τον υπολογιστή και δεν της στείλει link με φωτογραφίες λουλουδιών που γράφουν στιχάκια η φίλη της η Τζένη, τα οποία βλέπει με τις ώρες χωρίς να τα βλέπει κι όλα χωρίς γυαλιά, θα βάλει πάνω στην οθόνη εκείνο το σεμεδάκι.
Ισιώνοντάς το θα σου πει, χωρίς βλοσυρότητα στη φωνή γιατί σε έχει ανάγκη να της εξηγήσεις τι είναι το σπαμ: «Η προίκα σου είναι αυτό, στραβώθηκα να τελειώσω τις γωνίες, αφού δεν παντρεύεσαι να τα στρώσω όλα να τα δει ο κόσμος, θα βάλω κι ένα στην τηλεόραση απ’ το ίδιο σετ να μην τα φάει ο σκόρος».
Χωρίς να απαντήσεις γιατί ξέρεις ότι θα νυχτώσετε να εξηγήσεις για ποιο λόγο στον πιθανό έγγαμο βίο σου δεν είναι χρήσιμη η λευκή της σταυροβελονιά, παλεύεις να μαζέψεις την αρνητική σου απάντηση για το μπλογκ της, με επιχειρήματα όπως ότι ναι κι η Μενεγάκη μανούλα είναι, αλλά είναι κι η Μενεγάκη κι οι δικές της μητρικές συμβουλές πουλάνε λίγο παραπάνω κι αυτή την άπαιχτη συνταγή για γεμιστά την έχει πολύς κόσμος κι είναι χιλιοπαιγμένη τελικά και για ακόμη μια φορά μάταια να προσπαθείς να της πείσεις γιατί δε χρειάζεται και Instagram ενώ έκανε κι η Τασία και την ακολούθησε μέχρι κι ο τραγουδιστής που είχε έρθει πέρυσι το καλοκαίρι στα κλαρίνα στο χωριό. «Δέκα χιλιάδες ακόλουθους έχει κι εσύ τον κοροϊδεύεις!».
«Άσε που στο Instagram δε με ρωτάει κανείς τι σκέφτομαι και δεν αγχώνομαι να απαντήσω συνέχεια όπως σε εκείνο το κουτί στο Facebook. Δεν ξέρω τι να πω κάθε φορά! Να, σήμερα όταν το άνοιξα σκεφτόμουν τι γλυκό να φτιάξω στην πεθερά της αδερφής σου που θα πάμε το Σάββατο, μετά με πήρε ο πατέρας σου και δε θυμάμαι τι ήθελε, αλλά ήταν σίγουρα κάτι που πάλι μόνο εγώ μπορούσα να κάνω. Τίποτα δεν μπορεί μόνος του πια! Και μετά είπα να έρθω να σου φέρω λίγο φαγητό που δουλεύεις όλη μέρα –φάε να μην κρυώσει– κι είπα να σε ρωτήσω και για εκείνον τον γιατρό, τον γιο της Μάρθας, που του αρέσεις. Λέγονται αυτά, παιδάκι μου; Άσε που σιγά μην έχει κι απάντηση να μου δώσει γιατί δε σου αρέσει μια χαρά κοτζάμ παλικάρι με δουλειά δημοσίου -δεν τρως όμως κι άμα κρυώσει δε θα είναι καλό!».
Με την μπουκιά στο στόμα το παίρνεις άλλη μια απ’ την αρχή για το ότι δε χρειάζεται να απαντήσει στο Facebook για το τι σκέφτεται, ότι δε χρειάζεται Instagram γιατί θα κάνει πάλι κάνα εξάμηνο να μάθει πώς λειτουργούν τα stories κι ότι δεν ξέρεις αν ο γιος της Μάρθας έχει λογαριασμό να τον κάνει φίλο.
Σου βάζει κι άλλο χωρίς να σε ρωτήσει κι όσο σε παρακολουθεί που τρως, καταλαβαίνει και η ίδια πόσα είναι που τελικά δεν καταλαβαίνει και πόσο δρόμο έχει ακόμα μέχρι να εναρμονιστεί πλήρως με το χάσμα της γενιάς της δικής της και της δικής σου που το κενό ανάμεσά τους δεν είναι τόσο τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά των νέων συσκευών κι η δυσκολία της να εμπεδώσει τη χρήση τους, αλλά η δυσκολία της να εμπεδώσει πώς και πότε καθόρισαν το ποιοι είμαστε και ποιοι είναι οι άλλοι και τι πρέπει να κάνουμε με αυτούς.
Σκασμένοι κι οι δύο ο ένας από το φαΐ, ο άλλος που τελειώνει η μπαταρία στο κινητό χωρίς να προλάβει να δει το live βίντεο ενός συναδέλφου, κοιτάζεστε απορημένα με εσένα να αναρωτιέσαι τι άλλο δεν καταλαβαίνει και τη μάνα σου να απορεί και με αυτά που καταλαβαίνει.
«Θα ανεβάσω ένα Βέρτη και θα γράψω «Καληνύχτα σε όλους μου τους φίλους», πιάσε τα γυαλιά μου να βρω το σωστό τραγούδι». Δεν απαντάς και βάζεις το πιάτο στο νεροχύτη με ύφος τι άλλο θα δω ακόμα. Όσο σου πλένει και τα υπόλοιπα πιάτα την ακούς να τραγουδάει με τη φωνή του τραγουδιστή στο βάθος: «Αλλάξαμε εμείς ή έχουν αλλάξει οι άλλοι…» και θες να πας να της πεις «Άσ’ το, ρε μάνα, δε θα πάρεις like, μην το ανεβάζεις, κανείς δεν ξέρει πια να σου απαντήσει», αλλά δεν πρόλαβες κι άντε πάλι να της εξηγείς πως το ότι όταν παίρνεις λίγα like είναι το ίδιο με το όταν παίρνεις και πολλά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη