Μεταξύ μας δεν είναι ότι μας ρωτάει κάποιος κάθε φορά που μας βρίσκει, ή ζητάνε αναφορά και παραδείγματα μαζί με λεπτομέρειες κι όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή μας τι θέση έχουμε. Δεν είναι ούτε ότι είμαστε στην τράπεζα κι αν χάσουμε τη σειρά μας θα χάσουμε και το λεωφορείο ή απλά τον χρόνο μας, γιατί μας τη σπάει κι η γραφειοκρατία και τα μηχανήματα. Δεν είναι ούτε διαγωνισμός να περιμένουμε έπαθλο αν είμαστε πρώτοι, δώρα, υστεροφημία, δόξα κι ευχές για το επόμενο στάδιο.
Επίσης σίγουρα κάποιες φορές δε ρωτάμε ούτε οι ίδιοι εμάς τους ίδιους πού βρισκόμαστε και ποια είναι η προτεραιότητά μας κι η επιρροή της. Απλά βρισκόμαστε εκεί, απλά υπάρχουμε σε εκείνη τη θέση. Και δε ρωτάμε γιατί το ξέρουμε. Γιατί το επιλέξαμε, ίσως και το δημιουργήσαμε πριν καν το επιλέξουμε. Ναι, έτσι λειτουργούμε εμείς τα πολυμήχανα κι ικανά για όλα, εμείς τα υπεύθυνα για την κάθε κοσμοϊστορική αλλαγή στις ειδήσεις όντα.
Δε ρωτάμε για αυτό που ξέρουμε και δεν το αμφισβητούμε παράλληλα. Άλλωστε, δεν αμφισβητείται ότι και δεύτερος και τρίτος να εξυπηρετηθείς στην τράπεζα, κάποια στιγμή θα πάρεις αυτό που θες, θα ολοκληρώσεις τη συναλλαγή και θα συνεχίσεις τον δρόμο σου. Κι επειδή δε σε πείραξε που σου πήραν τη θέση εκεί, ή που από βαρεμάρα ή δειλία δεν τη διεκδίκησες, δεν πειράζει, δεν έγινε τίποτα και να στην πάρουν κι αλλού. Θα μου πεις δεν είναι τόσο απλό. Άλλο η θέση στην τράπεζα άλλο η θέση στην καρδιά και στη ζωή ενός ανθρώπου.
Ενός πολυπόθητου άλλου πλάσματος που λαχταράς να γίνει το δικό σου άλλο. Άλλο μισό ή άλλο ολόκληρο. Κάτι άλλο σου, όμως, αλλά και τόσο δικό σου συνάμα. Ίσως ονειροπολήσεις λίγο εδώ, αλλά το ίδιο έκανες και στην τράπεζα όταν φαντασιωνόσουν πώς θα περάσετε το βράδυ μαζί, αφού πρώτα τελειώσει με όσα έχει να κάνει με τους πολλούς, τους λίγους ή τον έναν και σε στριμώξει κάπου στο πρόγραμμα.
Δε μας αρέσουν οι ευθείες γραμμές, τις θέλουμε ζιγκ ζαγκ, σαν μπούκλες παιγμένες στον ήλιο ή ανηφόρες που τελειώνουν σε ηλιοβασιλέματα και μετά κατηφόρες με στροφές που καταλήγουν σε δροσερά ποτάμια ή όσο πιο μέσα γίνεται, κάτω χαμηλά σε αυτό το κορμί που ποθούμε. Όμως αυτό είναι μία ευθεία γραμμή. Ξεκινάει από «Έλα, μωρέ, δε βαριέσαι, ας πάει άλλος πρώτος στην ουρά για να πληρώσει τη δόση του δανείου» και καταλήγει με μαθηματική ακρίβεια κι απαράμιλλη πορεία μέχρι την ανοχή κι αντοχή μας να ‘μαστε το δεύτερο πρόσωπο στην ιστορία. Στην κάθε ιστορία.
Η δυναμική της αδιάφορης τράπεζας με την καψουρεμένη σχέση δε συγκρίνεται, γιατί ακριβώς είναι η ίδια. Και στις δυο περιπτώσεις πανομοιότυπα και με αυταπάρνηση δέχεσαι να έρχεσαι δεύτερος, αρκεί να πάρεις αυτό που θες στο τέλος. Αρκεί να πληρωθεί η δόση, αρκεί τελικά να έρθει το βράδυ να κοιμηθεί μαζί σου κι ας αργήσει. Και στον βωμό αυτού του «αρκεί» θυσιάστηκαν και σφαγιάστηκαν όλες οι κατευθύνσεις που θα σε έβγαζαν σε αυτό που αξίζεις. Συγγνώμη που δεν είναι λογοτεχνικές μπούκλες κι ιλιγγιώδεις στροφές, οι σχέσεις τις περισσότερες φορές είναι τροχαία σε ίσιο δρόμο με ελάχιστη ταχύτητα και ζώνη και κράνος φορεμένα.
Οι σχέσεις που δημιουργείς όταν δέχεσαι να ‘σαι σε οποία θέση να ‘ναι, όποια είναι εύκαιρη, αρκεί να τις ζήσεις, με τη φρούδα ελπίδα ότι όταν τελειώσουν οι άλλες εναλλακτικές θα βρεθείς πρώτος πια. Γιατί οι άλλες οι σχέσεις –αυτές που υπάρχει μια μόνιμη κι ακούραστη διάδραση κι άλλο τόσο ισόποση κι απ’ τα δυο μέτωπα– σε ‘χουν στο κέντρο, κοιτάνε μόνο εσένα και γυρίζουν πάντα σε ‘σένα και γύρω από ‘σένα, κι ας μη ζουν για ‘σένα.
Στις εκπτώσεις αρκέσου σε αυτό. Να μην είσαι ο πάροχος ζωής κάποιου σε ετούτο τον κόσμο, αλλά όπως και να του δόθηκε, να θέλει να τη μοιραστεί μαζί σου. Βγάλε απ’ την πιθανότητα έκπτωσης το να παίρνεις ό,τι περισσεύει από όσα μοίρασε στους άλλους. Ακόμα και το ζήτημα της πρωτιάς ή της δεύτερης θέσης να βγάλουμε απ’ το τραπέζι, το ξέρεις ότι από τη μοιρασιά αδικείσαι οικειοθελώς, γιατί έδειξες ότι τόσο αξίζεις και θα κάτσεις να περιμένεις να σου πει ο άλλος πότε θα αξίζεις παραπάνω. Ποια θα ‘ναι η σωστή στιγμή να ανέβεις θέση και να πάρεις πιο πολλά.
Κατανοητό. Όσο περιμένεις, ο πόθος μεγαλώνει κι αλλά τέτοια κλισέ για τους μεγάλους έρωτες. Κάπως έτσι είναι με αυτούς πάντα τους έρωτες και τους ανθρώπους που τους απαρτίζουν∙ όλα θυσιάζονται, όλα ρίχνονται κάτω από ρόδες και σκοτώνονται, όλα σαν να ‘ναι το τέλος του κόσμου κάθε φορά που θα σκεφτείς να παρεκκλίνεις ή να πεις «όχι». Κι εσύ θες να το ζήσεις, γιατί έχεις μάθει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος στον έρωτα εκτός από το να σου βγει η ψυχή, να στραπατσαριστείς, να κοπείς και να ραφτείς στα μέτρα του για να του αξίζεις.
Όμως μόνο σε ‘σένα πρέπει να σου αξίζεις. Αν θες να πας παρακάτω απ’ τον έρωτα, να εξελίξεις και να εκπαιδεύσεις αυτήν την καρδιά που σου δόθηκε, πρέπει να ξεμάθεις. Όχι μόνο γιατί όποιος περιμένει να γίνει πρώτος δε γίνεται ποτέ τίποτα και στο τέλος παραμένει έτσι, γιατί ουδείς βολικότερος από αυτόν που δε ζητάει και περιμένει τι θα του δώσουν, αλλά και γιατί ουδείς ευτυχέστερος και πληρέστερος από αυτόν που δάμασε όλα τα μεγάλα θηρία της ύπαρξής του –έρωτα, αγάπη, άλλο μισό, αξία κι «ανήκω»– εκπαιδεύοντας τα να του τα δίνουν όλα, γιατί τα αξίζει κι όλα. Από το ένα μέχρι πάλι πίσω, στο ένα και μόνο στο νούμερο ένα, σε όλη τη μεγαλειώδη ευθεία πορεία τους.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη