Στη δικιά μου έρημη γη δεν υπάρχει εκκλησία. Άνθρωποι σαν εμένα, αλλά κι όσοι γλύτωσαν και δε μου έμοιασαν δεν προσεύχονται. Κάθε που κοιτάνε τον ουρανό η μόνη ανώτερη δύναμη που αντέχουν είναι η βροχή. Πιστεύουν σε αυτήν όσο πέφτει με ορμή πάνω τους και καλύπτει συνένοχα τα δάκρυά τους.
Ο θεός μας δεν περπατάει στο νερό, αλλά σε λάσπες που μοιάζουν με απόνερα νεροχύτη. Τσαλαβουτάει και παιδεύεται να βρει το δρόμο για το σπίτι. Όμως όταν φτάνει του πλένουμε το λευκό χιτώνα και τον βάζουμε να ξαπλώσει δίπλα μας. Τον συγχωρούμε που άργησε. Μας συγχωρεί γι’ αυτό που γίναμε.
Κι αν αυτή είναι η καλύτερη έκδοσή μας; Σε ρώτησα, αλλά απάντησε ο θεός για σένα. Τη μεριά εκείνη του κρεβατιού τη δική σου πήρε. Τα κενά αν δε γεμίζουν με κάτι, θα γεμίσουν με οτιδήποτε. Τέτοιο ξόδεμα δε μου περισσεύει και για αυτό άφησα αυτόν εκεί που θα άφηνα εσένα.
Κουρασμένος με σκέπασε και ξεγελάσαμε ο ένας τον άλλον ότι πια θα κοιμηθώ. Αιωρήθηκε στο σπίτι και μέσα μου όσο εγώ δεν ήθελα να αποτυπώνω στο ταβάνι όσα δε θα ζήσουμε. Αυτός ο άσπρος τοίχος απαράλλαχτος με το λευκό του χιτώνα φώτιζε όλη μου τη γη. Όσο ζωντάνευαν τα χρώματα, τα σχήματα, οι φωνές, άλλο τόσο δεν ήθελα να σε θέλω γιατί δεν μπορώ να σε έχω.
Λες και κατάφερε ποτέ κανείς να γίνει αφέντης της επιθυμίας, ειρωνεύομαι τον εαυτό μου. Με το μισό χαμόγελο που μου αφήνουν πάντα όσα του λέω σε κοίταξα στα μάτια κι άνθιζες σαν φυτό αναρριχώμενο, πράσινο και κατάφυτο, σε όλους μου τους τοίχους. Η αγάπη μου ευρύχωρη κι έτοιμη σε πότιζε απ’ τον ιδρώτα της. Αυτόν που θα άφηνε στο στρώμα το κορμί μου αν ποτέ ζούσε με το δικό σου.
Να ξημερώνει και να μεσημεριάζει σε τέσσερις τοίχους που τους στολίζει ένα κρεβάτι μικρό, ένα παράθυρο σκονισμένο και δυο ρούχα σε μια άκρη. Τόσα θα χρειαζόμουν αν σε είχα. Τόσα θα ήθελε η επιθυμία μου για στέγη. Τώρα θέλω μόνο να μη σε θέλω. Τώρα φαίνονταν οι θρίαμβοι της στιγμής τα απογεύματα του καλοκαιριού που έλεγαν την αλήθεια, τελικά, όλοι οι ήρωες των βιβλίων μας. Ότι υπάρχει ιδανική αγάπη. Αυτή που δε θα γίνει ποτέ ιδανική.
Να ζητωκραυγάζεις κι ο ήλιος να με καίει κι άλλο. Να γράφω ποιήματα απ’ τις φωνές σου εκεί που οι άλλοι ουρλιάζουν. Μαζί μας να ηρεμούν κι αυτοί απ’ τη λυτρωτική μοσχοβολιά των παλιών βιβλίων. Τα βράδια γινόμαστε εμείς οι ήρωες σε ένα παραμύθι που ποτέ κανείς δε θα διαβάσει. Δε μένεις ποτέ αρκετά για να το γράψουμε μαζί. Ορνιθοσκαλίσματα στον τοίχο φτιάχνω, με φόντο όσα δεν έχω επειδή δε σε έχω.
Και πόσο δεν τα θέλω. Πόσο μου λείπει ο κόσμος πριν από σένα. Λέω να σηκωθώ να κυκλοφορήσει λίγο το αίμα μου να δω λίγο το έξω και να συντονιστώ μαζί του. Η πραγματικότητα με έφτασε μέχρι την κουζίνα. Από πού να προήλθε κι αυτή; Ποια έκρηξη ήρθε και την έσκασε τόσο άτσαλα μέσα στο πρόσωπό μας; Βλέποντας μόνο το δικό σου στη διαφάνεια του νερού όσο τρέχει στο ποτήρι θυμήθηκα πως ήμουν σε αυτόν πριν από σένα.
Μέχρι να καταπιώ δε μου έλειπε πια εκείνος ο κόσμος. Το πήρα πίσω. Την καρδιά μου μόνο άφησα και τότε έφτανε να τον κλείσει μέσα της. Τώρα δεν περισσεύει. Αυτός ο κόσμος τώρα σου ανήκει, άλλωστε εγώ απλά φιλοξενούμαι. Στάθηκα λίγο στο διάδρομο κι ο θεός ακόμα αλώνιζε το σπίτι. Έστρεψε το βλέμμα εκεί που κοιτούσα κι εγώ. Σε είδαμε να με φιλάς παραπάνω όταν θα ξέρεις ότι θα λείψεις ώρες. Να ανασαίνεις ξεροκέφαλα όσο μεγαλώνεις τα όριά μου να μη φοβούνται το άπιαστο. Να μετράς τα μπλεγμένα μας δάχτυλα κι η γραμμή της ζωής στην παλάμη μου να μεγαλώνει.
«Δε θέλω να σε χρειάζομαι αφού δεν μπορώ να σε έχω», σου είπα κι η φωνή μου γύρισε και πάλι πίσω σε μένα κενή. Ξάπλωσα πάλι με μια μουσική δεκανίκι να με νανουρίσει. Ερχόταν σε μένα σαν μισοτελειωμένες φράσεις απ’ το βάθος μιας βαβούρας. Είχα ακόμα τα μάτια μου ανοιχτά όταν τέλειωσε κι άπλωσα το χέρι στο Θεό. Ήθελα να νιώσω κάποιον υπαρκτό εκεί μαζί μου.
Ικετευτικά λόγια να μην υπάρχεις το πρωί, πέταγαν στο νου μου. Με κοίταξε κι αφού τα ήξερε όλα είπε: «Ο κόσμος δε φτιάχνεται με προσευχές, φτιάχνεται με παρουσίες». Γύρισα πλευρό μήπως και σε δω, αλλά και πάλι δεν ήσουν εκεί.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη