Αν κάπου θα υπάρχει ρολόι, θα ‘ναι για να μετρήσει αντίστροφα απ’ την αρχή. Δε θα δείχνει ώρα τοπική, ούτε θα μετράει πόση έχει περάσει. Το σημείο συνάντησης θα ‘ναι άγνωστο και σίγουρα θα κοιτάτε κτήρια γύρω, θα τσεκάρετε σημειωμένες συντεταγμένες, θα ψάχνετε για οδούς να επιβεβαιώσετε αν φτάσατε σωστά. Δε θα ‘χει ξαναπάει κανείς σας εκεί. Το μέρος θα ‘ναι τόσο άγνωστο όσο κι εσείς μεταξύ σας.
Το μηδενισμένο ρολόι θα μετράει απ’ το πρώτο λεπτό μέχρι όσο κρατήσει το ποιοι θα ‘στε μόνο για εκείνο το ραντεβού. Πριν γυρίσετε πάλι στον κανονικό σας εαυτό. Πριν επιστρέψτε πάλι σε αυτά τα γνωστά που έχετε φτιάξει τόσο καιρό μεταξύ σας. Γι’ αυτό το ραντεβού είστε άλλοι. Αυτοί που θα ήσασταν αν δεν ήσασταν εσείς. Αυτοί που δεν τολμήσατε ποτέ. Αυτοί που προσπαθήσατε κι αποτύχατε. Αυτοί που πετύχατε αλλά με άλλη ιδιότητα. Αυτοί που δε φανταστήκατε. Κι είναι από κοινού. Φοράτε κι οι δυο άλλα ρούχα. Μια γκαρνταρόμπα που θα ενισχύει τις απαντήσεις και θα λύνει τις απορίες, όσο θα ανυπομονείτε να γδύσετε ο ένας τον άλλον.
Έχετε κι άλλα ονόματα. Η ταυτότητά σας είναι αυτή ενός ρόλου που θα φέρει το ραντεβού, τη συνάντηση αυτή, στη διάσταση μιας έκστασης, που θα θέλει από σας μόνο να ενδώσετε κάθε φορά. Να λέτε «κι άλλο» και να ετοιμάζεστε για το επόμενο άγνωστο, τον επόμενο ρόλο, την επόμενη άγνωστη στιγμή που μπορεί να ‘ναι μεταμφιεσμένη αλλά είναι εντελώς αποκαλυπτική.
Πυροδοτεί το μυαλό, αυτή τη λεπτή γραμμή στον εγκέφαλο την τσιγκλάει κάθε φορά που γίνεσαι ένας γιατρός που συναντάει μια μπαλαρίνα, ένας κατάσκοπος που φυγαδεύει μια δασκάλα, μια πρόεδρος που δεν αντιστέκεται σε ένα φούρναρη, μια μουσικός που ενδίδει σ’ έναν αστυνομικό, ένας υπάλληλος γραφείου που ξεμυαλίζεται από μια πιλότο, ένας ιερέας που αγαπάει ένα πρεζάκι. Ή όσο είσαι ένας κανένας που συναντά έναν άλλον για να γίνουν κάποιοι. Οποιοιδήποτε «κάποιοι», αρκεί να ‘ναι μαζί.
Να σιγουρεύονται ότι αυτή η φορά δε θα ‘ναι η τελευταία που είναι γυμνοί, ανώνυμοι, απροστάτευτοι από ταμπέλες κι ονόματα κι ο ένας μέσα στο κορμί του άλλου. Ότι θα υπάρξουν κι άλλες μέσα σε πολλούς και διάφορους ρόλους και κάθε φορά θα περνάνε κι από ένα σύνορο. Θα ανακαλύπτουν κι από ένα ακόμη σημείο στο χάρτη που έχει τη διαδρομή του σπιτιού χαραγμένη. Ένα ακόμη σημείο που δεν ήξεραν -στο κορμί, στα μάτια, στην ψυχή.
Όσο η ώρα θα περνάει κι άλλο, λίγο πριν το τέλος ή λίγο πριν παρθεί παράταση για το τέλος, τα βλέμματα δεν μπορούν να κρατηθούν. Γίνονται πάλι γνώριμα. Τα ρούχα είναι διαφορετικά, οι ρόλοι είναι καινούργιοι, τα ονόματα διαφέρουν, αλλά τα μάτια ξέρουν ότι βλέπουν αυτόν που αγαπάνε. Έχει μπει στον ρόλο, φέρεται κι αναπνέει σαν αυτόν, αλλά κάτω απ’ το δέρμα η ασφάλεια του γνώριμου θα τρέχει πάντα μέσα σε φλέβες που το αίμα βράζει απ’ τη λαχτάρα. Έτσι, πειραματίζεται με δάχτυλα που η αφή είναι παλιά, αλλά πάει σε κάθε συνάντηση σε νέο δέρμα, σε νέο δρόμο, σε άλλη διάσταση.
Η κάθε φορά θα ‘ναι πρώτη, αλλιώτικη, φορά. Θα γνωρίζεστε απ’ την αρχή σαν δυο ξένοι που έχουν ζήσει, έχουν υπάρξει μέσα σε όλες τις προηγούμενες φορές και ρουφώντας τις έβαλαν μέσα τους βαθιά πως όλα τα γνώριμα είναι αυτά που πάντα θα τους εξιτάρουν για τα άγνωστα. Άλλωστε, με τον κάθε νέο εαυτό, με τον κάθε αλλιώτικο ρόλο, έμαθαν και λίγο παραπάνω και το δικό τους μέσα. Αυτό που έφτιαξε και το έξω με τον άλλον.
Γιατί το άγνωστο δεν είναι τίποτε άλλο απ’ το ήδη γνωστό, σε μια εκδοχή που πάντα ήξερες ότι θα συναντούσες, αλλά σε περίμενε μέχρι να ‘σαι έτοιμος.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη