Το αναπόφευκτο μόνο μπορεί να δώσει μορφή στην εξέλιξη των πραγμάτων. Μόνο αυτό μπορεί να δώσει σχήμα και σε εμάς. Έτσι, θα ξέρουμε πού χωράμε και πού όχι. Όσο μεγαλώνουμε πρέπει να το ορίζουμε διαρκώς για να ξέρουμε πού βρισκόμαστε και πού πάμε. Όχι υπό το φόβο μη χάσουμε τον έλεγχο, αλλά για να μη μας χάσει αυτός. Ανεξέλεγκτη ας είναι μόνο η αγάπη και όχι οι συνέπειες πια.

Κάτι αναπότρεπτο -ο πόνος- μπορεί να μας κάνει να αναγνωρίσουμε την ευτυχία. Όποιου είδους ευτυχία ζητάμε. Γιατί η ευτυχία φεύγει πιο γρήγορα από τον πόνο, γλιστράει μέσα από τα δάχτυλα, είναι καραμέλα που μέχρι να λιώσει στη γλώσσα την έχει ρουφήξει ο οισοφάγος. Γι’ αυτό να μάθουμε να την αναγνωρίζουμε. Όχι για να λέμε πως ζήσαμε, αλλά γιατί όντως το κάναμε -το πούμε, δεν το πούμε. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εφόσον η αλυσίδα του πόνου έχει κάνει όλους της τους κύκλους. Κάποιοι θα μοιάζουν με θηλιά, άλλοι προορισμένοι από το βάρος τους να μας πάνε στον πάτο, άλλοι απλώς θα σέρνονται στο πιο αδύναμο πόδι μας όσο ξεμουδιάζει το άλλο πριν μας ξανακλείσουν στο κελί μας.

Όμως ακόμα και αν υπάρχει άλλος τρόπος να κάνουμε δική μας τη χαρά που μας αναλογεί σίγουρα δεν υπάρχει άλλος τρόπος να νιώσουμε τους άλλους. Σημαντικούς και ασήμαντους, φευγαλέους και μόνιμους. Πρέπει τελικά να σε πονέσει τόσο ένα χέρι και όλα του τα δάχτυλα για να μπορέσεις να καταλάβεις τι σημαίνει για κάποιον να μην το έχει καθόλου. Πρέπει να νιώθεις ότι θα σε πλακώσει το ίδιο σου το στέρνο από το βάρος ενός έρωτα, μιας αποτυχίας, μιας συνθήκης ζωής που σε πιέζει ή από κάτι άλλο που εσύ μεγαλοποίησες -ωστόσο πονάει εξίσου- για να μπεις στη θέση κάποιου άλλου που δεν έχει κίνητρο ούτε από το κρεβάτι να σηκωθεί το πρωί. Και μόλις περάσεις από όλες αυτές τις διακλαδώσεις, πόση πραγμάτωση, πόση συνειδητοποίηση του τι γίνεται στην πραγματικότητα εκεί έξω πλημμυρίζει το κορμί σου. Και ύστερα λίγο να κουνηθείς χωρίς πολλά-πολλά, μια λέξη να πεις, ένα βλέμμα να ρίξεις, μπορείς να έρθεις κοντά με τον άλλον, γιατί συμμερίζεσαι, έχεις υπάρξει και εσύ εκεί και δεν το ξέχασες.

Αυτή είναι μια μορφή ευτυχίας που ανταποδίδει χειροκρότημα και στιγμές θριάμβου για χάρη σου ο ίδιος σου ο κόσμος. Γιατί τον μεγάλωσες, τον έκανες ανοιχτό και σε άλλους, έχοντας πρώτα ανοιχτεί στον πόνο. Έχοντάς τον αφήσει όχι να σαρώσει, αλλά να κάνει το κομμάτι του μέχρι να σου δείξει, μέχρι να ολοκληρώσει τις φράσεις του, μέχρι να σου βάλει καλά στο κεφάλι ή σε οποίο άλλο όργανό σου είναι πρόθυμο ότι αν υπάρχει δρόμος για να γελάσεις πολύ περνάει μέσα από το να κλάψεις πολύ.

Άλλωστε φτιαχτήκαμε για να σπάμε, για να λυγίζουμε, για να αντέχουμε, για να γινόμαστε χίλια κομμάτια και το καθένα από αυτά είναι τόσο ολοκληρωμένο όσο του επιτρέπουμε, τόσο όσο το ταΐζουμε με «αλήθεια» και με όλα της τα σχέδια. Και χαμογελάς στον ήλιο, γιατί έχεις φάει όλη τη βροχή. Χορεύεις όταν ακούς εκείνο το τραγούδι, γιατί κάποτε έτρεχες να το κλείσεις στην πρώτη του νότα. Γελάς με εκείνο το αστείο γιατί κάποτε το αστείο ήσουν εσύ. ΚΟοιτάς εκείνα τα μάτια στα ίσα, γιατί προηγουμένως δάκρυζες χωρίς καν να σηκώσεις το βλέμμα. Μετράς και εκείνη την πληγή και την άλλη στο κορμί σου, γιατί κάποτε σου φαίνονταν πολλές και κρυβόσουν, μα τώρα κατάλαβες ότι μία-μία είναι χάρτης και κάπου θα βγάλει. Χαμογελάς στα εικονίσματα, γιατί προηγουμένως χτύπαγες το κεφάλι σου στο ξύλο τους για κάθε προσευχή που δεν ακούστηκε. Μιλάς και σε ακούνε με σταθερή φωνή που δεν τρέμει, γιατί κάποτε δεν ήξερες πώς να βγεις από τη σιωπή. Ξέρεις πια τι θα πει ευτυχία και την ακούς στο κέντρο της καρδιάς σου κάθε φορά, γιατί τώρα -και πάντοτε- ξέρεις ποιος πόνος την έκανε να χτυπάει ακόμα δυνατότερα σήμερα.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.