Ένας ταξιτζής κορνάρει πάλι και μέσα στη φασαρία των υπόλοιπων μηχανών, φωνών και κλασικών ήχων αφίξεων κι αναχωρήσεων, δεν τον ακούει κανείς σας. Τα φιλιά κάνουν παύση για λίγο, μέχρι να μαζέψετε τις βαλίτσες στην άκρη για να περάσουν κόσμος κι οχήματα –κατά προτίμηση όχι από πάνω σας– και συνεχίζετε με στόματα ενωμένα.
Έτσι, με επιμονή, θα καταλάβουν ότι κι αυτή τη φορά είναι η στιγμή σας. Μια πολύ συγκεκριμένη δική σας, που επαναλαμβάνεται με την ιεροτελεστία και το σεβασμό της κάθε φορά που ο ένας ταξιδεύει να βρει τον άλλον. Τα φιλιά έχουν γίνει τώρα ματιές βαθιές και σχολαστικές αναγνώρισης και διαπίστωσης ότι είστε αληθινοί κι η προσμονή κι η λαχτάρα δε σας έκαναν να ονειροπολείτε ξεροσταλιάζοντας κάτω απ’ την ένδειξη «Αφίξεις».
Η αναγνώριση κρατάει πάντα λίγο παραπάνω από όσο της αρμόζει. Όπως κάθε εισαγωγή που τιμά τον εαυτό της. Αν μη τι άλλο, ναι, είναι το ίδιο πρόσωπο, το ίδιο σώμα που κάθε φορά ταξιδεύει να σε βρει, αλλά κάθε φορά έχει περάσει κι άλλα πράγματα μακριά σου. Θες ήδη απ’ την αρχή να τα δεις να διαγράφονται στις γραμμές των ματιών, στις κινήσεις των χειλιών, στους μικρούς ήχους ανάμεσα απ’ τις ανάσες, στα αγγίγματα σε μαλλιά, σε ό,τι πιάνει η μύτη όταν ενώνονται τα μέτωπα.
Μιας κι η εισαγωγή πάντα φτάνει και για κυρίως θέμα, σε ένα βράχο στην Ακρόπολη, λίγο πριν το σούρουπο, πιάσατε μια πορτοκαλί γραμμή του ηλιοβασιλέματος να φτιάχνει μια ανάμνηση στο νου, που καιρό μετά σ’ ένα μεθυσμένο ξημέρωμα στα Λαδάδικα θα μαλώνετε για το ποια ώρα τα χρώματα ταιριάζουν με όσα νιώθετε.
Ο ένας θα φτιάχνει έδαφος με όλους τους αρχαίους και τη ζωή που χάραξαν πάνω σε αιώνιες πέτρες κι ο άλλος με υπαίθριους πάγκους που όλα τα πουλάνε εκτός από έρωτα κι ένα ξέγνοιαστο απόγευμα στον Θερμαϊκό. Στο τέλος πάντα νικάει μόνο η υπενθύμιση του να ψάξετε εισιτήρια για την επόμενη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη ή Θεσσαλονίκη-Αθήνα ανάλογα με τις τιμές, τα ωράρια, τα δρομολόγια, τις μέρες κι όλους τους αριθμούς που πρέπει να ξεπεράσετε, υπενθυμίζοντάς τους κάθε φορά ότι τον αριθμό «δυο» –αποφασισμένο– δεν τον ξεπέρασε ποτέ κανείς.
Ίσως μόνο η θέα απ’ τα Κάστρα το βράδυ, με όλα τα φώτα της πόλης, των σπιτιών, των αυτοκινήτων που αποφάσισαν να σας παίξουν τα αστέρια, γιατί ήσασταν πολύ απασχολημένοι να γυρίσετε το κεφάλι προς τα πάνω με τόσα φιλιά, βλέμματα, χόρτασμα από εικόνες κι αναζήτηση από καινούργιες.
Δεν περισσεύουν μάτια για πολλά άλλα πράγματα όταν είστε μαζί μετά από καιρό. Άντε, να περισσέψει όρεξη το πολύ-πολύ για μια ακόμα βόλτα στο Ζάππειο, για να φτιάξετε στεφάνια με λουλούδια για την άνοιξη που δεν κρατιέται μέσα σας. Με το πόσο ερασιτέχνες κηπουροί είστε τελικά να βάλει τον έναν μέσα στο σώμα του άλλου για να ποτιστεί και να ανθίσει κι άλλο η επιθυμία ένα κρύο βράδυ στην Τούμπα που το ζέσταναν μόνο οι υποσχέσεις να ξαναβρεθείτε στον Κηφισό ή στις αφίξεις του «Μακεδονία».
Το «θα είμαι εκεί και θα σε περιμένω» μπουμπούκιασε κι άλλο την άνοιξη πριν σας βρει το καλοκαίρι στον Ναό του Ποσειδώνα κι αυτόν με την τρίαινα να φουσκώνει τα κύματα στο Σούνιο για να βγει όσο πιο μπλε η φωτογραφία που θα βάλατε στη βαλίτσα ή στο ναυάγιο της Επανομής, να ρίχνετε άγκυρα μέχρι την επόμενη φορά.
Και τη μεθεπόμενη κι όλες τις φορές.
Γιατί δεν υπάρχουν μεγάλες αποστάσεις, υπάρχει μόνο το εκεί που θες να φτάσεις!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη